Αυτοί που τον ξέρουν λένε πως «το ταλέντο του προέρχεται από το γεγονός ότι, σαν τα υγρά στοιχεία, παίρνει τη "φόρμα" που του δίνουν». Αλλά κι όσοι δεν τον
ξέρουν παρά μόνον από τη δουλειά του, έχουν πειστεί πως πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων. Να, λοιπόν, κι ένας αστέρας του Χόλιγουντ και μάλιστα στην πρώτη τριάδα (μαζί με τον Τομ Κρουζ και τον Μπρους Γουίλις) αυτών με το μεγαλύτερο κασέ, χωρίς αυτή την εκτυφλωτική λάμψη. Αλλωστε κι οι ήρωες που προτιμά να ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, σε ασυνήθιστες καταστάσεις.
Ενας τέτοιος είναι και ο «Ναυαγός», που θα δούμε στην Ελλάδα από την ερχόμενη εβδομάδα. Η κατά Ρόμπερτ Ζεμέκις ιστορία του Τσακ Νόλαντ, πρώην ομοσπονδιακού πράκτορα που έπειτα από ένα αεροπορικό ατύχημα αναγκάζεται να επιβιώσει επί 4 χρόνια ολομόναχος σε ένα ερημονήσι του νότιου Ειρηνικού, ενώ η αρραβωνιαστικιά
(Ελεν Χαντ) και οι συνεργάτες του τον θεωρούν νεκρό, έρχεται από τις ΗΠΑ με τους επαίνους των Αμερικανών κριτικών και την κυριαρχία στο μποξ-όφις. Οσο για
τον Τομ Χανκς, απολαμβάνει την ευρεία αποδοχή μίας ακόμα ερμηνείας του. Δεν θριαμβολογεί όμως, γιατί ξέρει ότι μίας επιτυχίας έχει προηγηθεί πολύ σκληρή δουλειά.
Για το ρόλο του μοντέρνου Ροβινσώνα ο Τομ Χανκς έπρεπε να αποκτήσει κατ' αρχάς
το βασανισμένο κορμί ενός ερημίτη. Το έκανε με εξαντλητική γυμναστική και σηκώνοντας βάρη, μέχρι και 100 κιλών. Οι έντονοι πόνοι στις γάμπες κυρίως και οι αϋπνίες ήταν το πρώτο τίμημα που πλήρωσε. Μετά έπρεπε να χάσει και 25 κιλά στους 6 μήνες που έκανε επίτηδες διάλειμμα στα γυρίσματα ο Ζεμέκις -πιστεύοντας πως ο θεατής έπρεπε με ένα και μόνο κοντινό πλάνο στο σώμα του ήρωα να αντιληφθεί ότι έχουν περάσει ήδη 4 χρόνια.
Ολα αυτά δεν ήταν πρωτόγνωρα για έναν οπαδό της θεωρίας ότι «ένας ηθοποιός πρέπει να παραδίδεται ολόψυχα» στο ρόλο του. Ο Τομ Χανκς το έχει αποδείξει και
στο παρελθόν. Για το ρόλο του στο «Φόρεστ Γκαμπ» έμεινε επί μήνες μαζί με τους
νεοσύλλεκτους πεζοναύτες, συμμετέχοντας σε όλη την εκπαίδευση. Αντίστοιχα, για
το «Στρατιώτη Ράιαν» κοιμόταν επί σειρά ημερών σε μια σκηνή κάτω από ακατάπαυστη βροχή, πείθοντας μάλιστα και τους υπόλοιπους ηθοποιούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Και τι να πει κανείς για το «Aπόλλων 13», για τις ανάγκες του οποίου ο ηθοποιός πέρασε 4 ημέρες σε ένα βασανιστικό μηχάνημα προετοιμασίας των αστροναυτών της ΝΑΣΑ, όπου κανείς (ούτε και το πιο έμπειρο μέλος διαστημοπλοίου) δεν μπορεί να αντέξει περισσότερο από μία ώρα χωρίς να κάνει εμετό.
Αυτά ως προς το πείσμα του Χανκς για τη δουλειά του. Ως προς την προσωπική του
ζωή τα πράγματα είναι πολύ πιο ήρεμα. Παιδί χωρισμένων γονιών, έζησε την εφηβεία του ακολουθώντας τον πατέρα του, μάγειρα στο επάγγελμα, από πόλη σε πόλη. Η αρχή της καριέρας του υπήρξε δύσκολη, με ρολάκια σε θεατρικά έργα και σε κακά τηλεοπτικά σίριαλ. Ακολούθησε ένας γάμος, δύο παιδιά, ένα διαζύγιο, δεύτερος γάμος και δύο παιδιά. Σήμερα ζει σε ένα ήσυχο προάστιο του Λος Αντζελες, φροντίζοντας να απέχει από τα κοκτέιλ πάρτι δίπλα στην πισίνα και τα
φλας. Η γυναίκα του είναι ηθοποιός πολύ μικρότερης εμβέλειας. «Οι καριέρες μας
δεν μοιάζουν καθόλου, το 'χουμε αποδεχτεί και οι δύο», λέει. Πιστεύει στο Θεό,
εκκλησιάζεται συχνά, έχει τοποθετήσει τα δύο του Οσκαρ («Φιλαδέλφεια» και «Φόρεστ Γκαμπ») σε ένα ράφι ανάμεσα σε άλλες οικογενειακές διακρίσεις, μεγαλώνει σωστά τα παιδιά του, δεν ξοδεύει υπέρογκα ποσά. Κι ας τα κερδίζει. «Δεν ξέρω», απαντά, «τι εκπροσωπώ σε δολάρια και ούτε θέλω να το γνωρίζω. Τι κερδίζω; Πάρτε ό,τι γράφουν οι εφημερίδες, διαιρέστε το διά του 2 και αφαιρέστε κι ένα 25%».
Κάποιοι ταυτίζουν τον Χανκς με το αμερικανικό όνειρο. Γι' αυτό υποστηρίζουν ότι επιλέγει πάντα τους ρόλους απλών ανθρώπων που κατορθώνουν να κάνουν κάτι σημαντικό. «Είναι επειδή δεν έχει έντονη προσωπικότητα», υποστηρίζουν οι ίδιοι. «Μερικοί ηθοποιοί», απαντά ο Χανκς, «χρησιμοποιούν τους μυς και την ομορφιά τους. Εγώ προτιμώ να 'χω το δικό μου τρόπο σκέψης». Δεν αποζητεί να είναι λαμπερός και σέξι στην οθόνη και δεν παίζει ποτέ τον «κακό» σε ένα φιλμ.
Μόνη εξαίρεση, η επόμενη ταινία, που γυρίζει με σκηνοθέτη τον Σαμ Μέντες, όπου
κρατά το ρόλο ενός πληρωμένου δολοφόνου ο οποίος όμως στρέφεται εναντίον των εργοδοτών του για να εκδικηθεί την εκτέλεση της οικογενείας του.
Για όσους, τέλος, τον βρίσκουν υπερβολικά ευγενή ή υπερβολικά «άχρωμο», ο Τομ Χανκς απαντά: «Δεν θα ήξερα να συμπεριφερθώ διαφορετικά. Δεν έχω τίποτε να αποδείξω».
Επιμέλεια: Ν.ΧΑΤΖ.
|