«Δεν μπορώ να γνωρίζω αν ήταν η μοίρα που με έφερε εδώ. Ποικίλες όμως τυχαίες συμπτώσεις μου έδωσαν αυτή τη δυνατότητα, γι' αυτό μπορώ κάλλιστα να το αποδώσω στην τύχη...». Μ' αυτά τα λόγια ο νομπελίστας Γκάο Σινγκτζιάν άρχισε στη Στοκχόλμη την ομιλία του την παραμονή της απονομής του βραβείου του από τη
Σουηδική Ακαδημία.
«Η υπόθεση της λογοτεχνίας» ήταν ο τίτλος της μακροσκελούς ομιλίας του μπροστά
στους αθανάτους. Θέμα του η λογοτεχνία, η πολιτική και το άτομο, κυρίως το άτομο.
«Χρησιμοποιώντας την ευκαιρία που μου δίνεται, θα ήθελα να σας μιλήσω ως ένας συγγραφέας με τη φωνή του ατόμου», είπε κάνοντας σαφείς τις προθέσεις του. «Ο συγγραφέας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος -ίσως περισσότερο ευαίσθητος. Η φωνή του είναι αναπόφευκτα αδύνατη, είναι όμως ακριβώς αυτή η φωνή του ατόμου που είναι η πιο αυθεντική. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η λογοτεχνία είναι μόνο η φωνή του ατόμου και έτσι πάντα ήταν. Οταν η λογοτεχνία γίνει ο ύμνος ενός έθνους, η σημαία μιας φυλής, το σύνθημα ενός πολιτικού κόμματος ή η φωνή μιας τάξης ή μιας ομάδας, τότε γίνεται το απόλυτο εργαλείο της προπαγάνδας.
»Τον αιώνα που μόλις τελείωσε η λογοτεχνία αντιμετώπισε ακριβώς αυτά τα δεινά και τρομοκρατήθηκε βαθύτατα από την πολιτική και τη δύναμη, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο. Ο συγγραφέας ως εκ τούτου υπεβλήθη σε μια άνευ προηγουμένου
καταπίεση.
»Για να μπορέσει να διαφυλάξει η λογοτεχνία την αιτία της ύπαρξής της και να μη μετατραπεί σε εργαλείο της πολιτικής, πρέπει να επιστρέψει στη φωνή του ατόμου, γιατί η λογοτεχνία προέρχεται πρωτίστως από τα αισθήματα του ατόμου και είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων αυτών. Δεν εννοώ φυσικά ότι πρέπει να πάρει διαζύγιο από την πολιτική ή ότι απαραίτητα πρέπει να αναμιχθεί μ' αυτήν.
Οι αντιπαραθέσεις για τις λογοτεχνικές τάσεις ή τις πολιτικές κλίσεις του συγγραφέα αποδείχθηκαν μεγάλη δοκιμασία που βασάνισε τη λογοτεχνία τον περασμένο αιώνα. Η ιδεολογία προκάλεσε όλεθρο, μετατρέποντας σχετικές αντιπαραθέσεις για την παράδοση και το ρεφορμισμό σε αντιπαραθέσεις του είδους
τι είναι προοδευτικό και τι συντηρητικό, μετατρέποντας ως εκ τούτου τα λογοτεχνικά θέματα σε μια μάχη ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό. Αν η ιδεολογία ενωθεί με την πολιτική δύναμη, τότε και η λογοτεχνία και το άτομο θα καταστραφούν».
Για να ενδυναμώσει τα παραπάνω χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την πατρίδα του, την Κίνα και διατρέχοντας την ιστορία της έδωσε με ρεαλιστικότατο τρόπο τα δεινά της σύμπλευσης λογοτεχνίας και πολιτικής.
«Aρχισα να γράφω το μυθιστόρημά μου "Το βουνό της ψυχής" (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη) για να "διασκεδάσω" την εσωτερική μου μοναξιά, την περίοδο που άλλα έργα που είχα γράψει με αυστηρή αυτολογοκρισία απαγορεύτηκαν. "Το βουνό της ψυχής" το έγραψα για μένα και χωρίς καμία απολύτως ελπίδα ότι θα εκδοθεί. Αντίθετα με άλλους κορυφαίους συγγραφείς του αιώνα που δεν είδαν το έργο τους να αναγνωρίζεται όσο ήταν στη ζωή, εγώ ευτήχισα να έρθω ως εδώ. Ευχαριστώ τη Γαλλία που με δέχτηκε και μπορώ να γράφω
ελεύθερα. Ευτυχώς δεν είμαι μόνος, αν και γράφω και η γραφή είναι ένα μοναχικό
ζήτημα. Ο συγγραφέας δεν είναι προφήτης. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να ζει
στο σήμερα, να σταματήσει να εξαπατάται, πρέπει να κοιτά καθαρά αυτή τη στιγμή
του χρόνου και ταυτόχρονα να εξετάζει προσεκτικά τον εαυτό του...».
Την Κυριακή το βράδυ ο Σινγκτζιάν παρέλαβε από το βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουστάβο τον 16ο το χρυσό μετάλλιο σε μια αίθουσα με 1.300 άτομα, διακοσμημένη
με ολόφρεσκα λουλούδια, σε μια δίωρη τελετή, στην οποία η επισημότητα περίσσευε... Ο Σινγκτζιάν, ο πρώτος Κινέζος που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας,
χαμογελούσε όταν το μέλος της Ακαδημίας ανακοίνωσε το βραβείο στα σουηδικά και
μετά τον συνεχάρη στα Κινεζικά! «Η παραγωγή του (18 θεατρικά έργα, δύο μυθιστορήματα και αρκετά διηγήματα) θα ήταν μεγαλύτερη, αν δεν αναγκαζόταν να κάψει τα έργα του κατά την παραμονή του στην Κίνα», είπε ο Γκέραν Μάλμκβιστ.
Και επανέλαβε το σκεπτικό της Ακαδημίας. Ο Σινγκτζιάν βραβεύεται για «ένα έργο
παγκοσμίου κύρους, πικρής διορατικότητας και γλωσσικής πρωτοτυπίας, το οποίο άνοιξε νέους δρόμους στο κινέζικο μυθιστόρημα και θέατρο». Το Νόμπελ, ως γνωστόν, συνοδεύεται από 370 εκ. δραχμές!
Φ. Μπ.
|