Ο, τι αγαπά κανείς βλέπει μέσα από το φακό. Ο Τάκης Τλούπας στο «Φωτογραφικό Οδοιπορικό στο Αγιον Ορος, 1969», ένα λεύκωμα που κυκλοφόρησε με την υπογραφή ποιότητας των εκδόσεων «Καπόν», καταγράφει αγιορείτικες ασκητικές μορφές, ασπρόμαυρα πρόσωπα-ζωντανά γλυπτά σε απλές καθημερινές σκηνές ή σε επίσημες θρησκευτικές τελετές, αλλά και τοπία από τη σιωπηλή αθωνίτικη πολιτεία. Οι φωτογραφίες βγήκαν από την Αγιορείτικη Φωτοθήκη γι' αυτή την πολύτιμη έκδοση. «Στον Αγιον Ορος ο Τάκης Τλούπας εργάστηκε με το μεράκι του καλλιτέχνη και την ευλάβεια του προσκυνητή», σημειώνει προλογικά ο ομότεχνός του Κώστας Μπαλάφας. Κι επειδή το βιβλίο αυτό εκδόθηκε για το «μισό αιώνα φωτογραφικής προσφοράς» του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, ο Κώστας Μπαλάφας θυμάται πως οι δυο τους πρωτοανταμώσανε πριν από πενήντα χρόνια, αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν παιδιά ακόμη κάνανε σχέδια για το μέλλον. «Μετά καθένας μας πήρε το δικό του αισθητικό δρόμο, φορτωμένος τα δικά του βιώματα και τους δικούς του προβληματισμούς». Και στη συνέχεια παρατηρεί πως «ο Τλούπας υμνεί τη φύση με δονούμενη ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα αποτυπώνει, με άχραντο ήθος και ασύλληπτη ευγένεια, το σκληρό μόχθο της ζωής». Την ίδια στάση απέναντι στο είδωλο κράτησε και στο Αγιον Ορος. «Κατέγραψε φωτογραφικά την αρχιτεκτονική των μοναστηριών, αυτό το αριστούργημα μαστοριάς και πίστης. Ταυτόχρονα, διείσδυσε με καλοσύνη στα βάθη της ψυχής του μοναχού. Μοιράστηκε τον πόνο της απώλειας και με την ευλάβεια του χριστιανού αποτύπωσε το σιωπηλό δράμα του μοναχού την ώρα της εκδημίας του γέροντά του. Ο Τλούπας τον απεικόνισε να στέκει στο στασίδι μ' ένα κερί στο χέρι και να κλαίει σιωπηλά ο αδελφός τον αδελφό». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης γράφει πως αισθανόταν «κάπως σαν κυνηγός» όταν έπιασε μια πολύ ωραία σκηνή από το καραβάκι για την Ουρανούπολη στο τρίτο του ταξίδι στο Αγιον Ορος. «Ηταν δύο ηλικιωμένοι μοναχοί που συνομιλούσαν και κάτι εμπιστευτικό έλεγε ο ένας στον άλλο. Στεκόμουν στους 80 πόντους μακριά τους. Πιο κοντά δεν γινόταν με τη Rolleiflex. Είχα ανοίξει το διάφραγμα στο φουλ κι είχα ν' αντιμετωπίσω και τους κραδασμούς του πλοίου. Μ' αρέσει αυτή η φωτογραφία». Ηταν ωραίες φυσιογνωμίες, επιβλητικές, ο ένας γέροντας είχε μεγάλα φουντωτά φρύδια. Ο Κώστας Μπαλάφας λέει ότι είναι η πιο χαριτωμένη του φωτογραφία. Θα τη δείτε δημοσιευμένη, τεράστια, ανοίγοντας το Οδοιπορικό για την Ουρανούπολη. Είναι οι δυο τους τόσο αφοσιωμένοι στην κουβέντα, τόσο αδιάφοροι για το φωτογράφο, για τα πάντα γύρω τους. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ποζάρουν, όπως ο καμαρωτός Σερδάρης της Δάφνης με τη φουστανέλα του. Ελάχιστοι κοιτούν κατάματα το φακό. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που ποζάρουν. Ηξερε πως έπρεπε να έχει συστατικές επιστολές από κάποιον δεσπότη για να του επιτραπεί η φωτογράφηση. Με τον καιρό όμως διαπίστωσε, όπως σημειώνει, ότι «αν ήσουν διακριτικός με τους μοναχούς και τους μιλούσες, «έκλεβες» φωτογραφίες χωρίς να ενοχλείς». «Στο Αγιον Ορος άρχισα να φωτογραφίζω στην αρχή πράγματα και μετά ανθρώπους. Μου άρεσαν πολύ οι λιθοδομές και οι στέγες με τις πλάκες. Μου άρεσαν επίσης οι σιδεριές και τα κάγκελα (...) Αργότερα, στο τρίτο μου ταξίδι γνώρισα ένα μοναχό σιδερά, τον πατέρα Φίλιππο, που πήγαινε από μοναστήρι σε μοναστήρι κι έκανε δουλειές. Του έκανα το πορτρέτο και βγήκε ένα πορτρέτο δυνατό. Και το πορτρέτο του πατρός Αβακούμ στη Μεγίστη Λαύρα μ' αρέσει. Αυτός ήταν από κείνους που πήγαν στον Αγιον Ορος για να αγιάσουν. Δεν ισχύει αυτό για όλους τους μοναχούς». Εβγαλε πολλές φωτογραφίες τότε, όπως αφηγείται στον Γ.Ν. Πεντζίκη (συναντήθηκαν 6-19 Μαΐου 2000 στη Σιμωνόπετρα). Μια εικόνα όμως, που δεν αποτυπώθηκε σε φιλμ, χαράχτηκε στη μνήμη του. «Είναι η εικόνα του μοναχού στη Mονή Ιβήρων που κανοναρχούσε σε μίαν ακολουθία πηγαίνοντας πέρα δώθε, από το ένα ψαλτήρι στο άλλο. Ο μανδύας του ήταν μακρύς, μόλις ένα δάχτυλο πάνω από το δάπεδο έφτανε. Βλέποντάς τον ήταν σαν να βλέπεις έντομο που πάει πάνω στο λουλούδι και χώνει την προβοσκίδα του για να ρουφήξει το νέκταρ χωρίς ν' αγγίξει το άνθος. Αυτό που πρωταρχικά μ' ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι του φωτός πάνω στα πράγματα. Πάνω στο μάρμαρο μιας κρήνης, πάνω στο φανάρι του Πρωτάτου που το κάνει να φαίνεται αναμμένο». N.K.-P.
|