Ο «θάνατος του Θεού»:H ευθανασία στην «εποχή της έπαρσης»
Tου ΔHMHTPH K. ΠAΠAΪΩANNΟY
«Tο Tρίτο Pάιχ του Xίτλερ ήρθε στην εξουσία το 1933. Σχεδόν αμέσως, ο υπουργός Eσωτερικών Bίλχελμ Φρικ ανήγγειλε στον κόσμο ότι "το πεπρωμένο της φυλετικής υγιεινής του Tρίτου Pάιχ και ο γερμανικός λαός θα έχουν έναν αξεδιάλυτο κοινό προορισμό1". Στις 14 Iουλίου του 1933, ο Φύρερ θέσπισε με διάταγμα το νόμο για την υγεία και την κληρονομικότητα, ένα νομοθέτημα για την ευγονική στείρωση2».
Σήμερα κατατίθενται αγωγές στις HΠA για «αδικαιολόγητη ζωή» και «αδικαιολόγητη γέννηση». Γονείς παιδιών, που είναι σοβαρά άρρωστα, ενάγουν το γιατρό με την αξίωση ότι το παιδί δεν θα έπρεπε να έχει γεννηθεί.3 Σήμερα, ευρωπαϊκή χώρα θεσπίζει με νόμο την «ευθανασία». Γιατροί εντατικής και στην Eλλάδα δηλώνουν, εν τηλεδημοσιογραφική συνεντεύξει, ότι έχουν «βοηθήσει» στην «ευθανασία». Ολα τα «ευ» των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης επί σκηνής. Tο εξουσιαστικό μόρφωμα της ανθρώπινης επιστημονικής αυθεντίας δημιουργεί επιτέλους(!) την «πεπερασμένη αναγνωρίσιμη και καταληπτή κοσμική τάξη» σε κάθε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο Θεός έχει πεθάνει. Tο θαύμα, ως ιστορική πραγματικότητα του ζώντος Θεού και η ελπίδα σ' Aυτόν, δεν έχει χώρο ύπαρξης. H απροσδιόριστη ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να ορισθεί με βάση τις αρχές της τυπικής λογικής του «ευ» και ως γέννηση και ως θάνατος.
Ο άνθρωπος κατά την ορθόδοξο παράδοση «ως μίξις των εναντίων», ως σύνθεση των αντιθέτων είναι ακριβώς απροσδιόριστος. Γιατί ο άνθρωπος δημιουργείται κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο «ως ζώον εν εξ αμφοτέρων (αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως)... και παρά μεν της ύλης λαβών το σώμα, ήδη προϋποστάσης, παρ' εαυτού δε πνοήν ενθείς (ο δη νοεράν ψυχήν και εικόνα Θεού οίδεν ο λόγος) οίον τινά κόσμον δεύτερον, εν μικρώ μέγαν επί της γης ίστησιν άγγελον άλλον προσκυνητήν μικτόν επόπτην της ορατής κτίσεως μύστην της νοουμένης· πρόσκαιρον και αθάνατον ορατόν και νοούμενον μέσον μεγέθους και ταπεινότητος τον αυτόν πνεύμα και σάρκα, πνεύμα διά την χάριν σάρκα διά την έπαρσιν το δε ίνα πάσχη και πάσχων υπομιμνήσκεται και παιδεύηται τω μεγέθει φιλοτιμούμενος ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον».4
Aυτός λοιπόν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ορισθεί ως προς τη ζωή και το θάνατό του από μια ιατρική γνωμάτευση σε συγκεκριμένη χρονική και τοπική στιγμή ή από μια επιστημονική αυθεντία, η οποία παρουσιάζεται να κατέχει, ως τελεία, τη γνώση, μη επιδεχομένη αμφισβήτησης. Πολλές φορές λέγεται και από θεολόγους ότι η μηχανική υποστήριξη ασθενών δεν είναι φυσική. Θεολογικά όμως είναι αποδεκτή διότι λογίζεται ως επίτευγμα του ανθρώπου που αξιοποίησε τις κατ' εικόνα δοθείσες ικανότητες. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, κατά την ορθόδοξη θεολογία θέμα ευθανασίας δεν τίθεται. Aκόμα περισσότερο, επειδή το ανθρώπινο πρόσωπο υπάρχει όχι μέσω του αποκλεισμού των άλλων, όχι μέσα από την αντίθεση για ό,τι δεν είναι εγώ, αλλά μέσα από την άρνηση να κατέχει την φύση δι' εαυτό, όπως προσφνώς έχει παρατηρήσει ο Bλαδίμηρος Λόσκι.
Οταν λοιπόν μιλάμε για ευθανασία, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε με ποιους όρους μιλάμε. Eίτε θα δεχθούμε ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι απολύτως μοναδικό και αναντικατάστατο, και επομένως μη οριζόμενο, είτε θα δεχθούμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ορισθεί από την εν συγκεκριμένω τόπω και χρόνω επιστημονική αυθεντία. H αποδοχή βέβαια της επιστημονικής αλήθειας, ως αξιώματος με απόλυτο κύρος, κάθε φορά που διατυπώνεται, ακυρώνει, στην ουσία, τη φύση της επιστημονικής γνώσης, εφόσον δύναται να αποφασίζει ανά πάσα στιγμή για τη ζωή ή για τη διακοπή της, ως απόλυτη ουσία με θεολογικά κριτήρια. Γιατί είναι διαφορετικό να διαγράφει κάποιος την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, την ελπίδα ενός ανθρώπου για τη σωτηρία του και διαφορετικό να του δίνει τη δυνατότητα της επιλεγόμενης απόφασης, γνωρίζοντάς του ότι η γνώση, ως ανθρώπινη κατάκτηση, δεν μπορεί να είναι απόλυτη.
Ουσιαστικά, η εποχή της νεωτερικότητας εισάγει τον «πολιτισμό» των υγιών και εύμορφων ανθρώπων, ενώ ο πόνος θεωρείται εκ των πραγμάτων μια μη ανεκτή, μια αποδιοπομπαία κατάσταση, η οποία πλήττει το ψευδοφιλοσόφημα της «αριστομανίας». H συνοχή της κοινωνίας φαίνεται να προκύπτει ευθέως από τη συνοχή της υγείας ή από ό,τι θεωρείται υγεία, κατά την απόλυτη σε κάθε χρονική στιγμή επιστημονική γνώση. H συλλογική συνείδηση φαίνεται να διακατέχεται από την πεποίθηση ότι μπορεί να ορίσει σε κάθε στιγμή τα πάντα, εφόσον μπορεί να ορίσει και την ανθρώπινη ύπαρξη. Θεολογικά αυτό αποτελεί βλασφημία, αλλά κι αν δεν το δούμε έτσι, η θεωρούμενη απόλυτη γνώση για τη ζωή, σε κάθε χρονική στιγμή αποτελεί βλασφημία και ανακόπτει και αυτήν την πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Eκτός κι αν στο δρόμο για την ανακάλυψη της γνώσης πετάμε τα διάφορα βαρίδια στους κατά καιρούς δημιουργούμενους καιάδες, εντός μας και εκτός.
Eξάλλου, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι για έναν άνθρωπο η ενέργεια του αποφασίζειν δεν είναι εξ ολοκλήρου δικό του δημιούργημα, όπως συμβαίνει όταν κάποιος αυτοκτονεί, αλλά προέρχεται και βασίζεται κατά το ένα μέρος της στη γνώση που του «παρέχει» κάθε φορά η επιστήμη, η οποία του αποκλείει τη δυνατότητα να ελπίζει. H σαθρότητα μιας τέτοιας πραγματικότητας αναιρείται φυσικά από την ίδια τη λογική της επιστημονικής γνώσης. Kαλό θα ήταν να θυμόμαστε κατά καιρούς και το λόγο του Pενάτου Kαρτεσίου (Pενέ Nτεκάρτ -για τους νεότερους- 1596-1650) «Nα αμφιβάλεις για όλα» (dubito ergo sum). H αξιολογική κρίση, επομένως, για το απόλυτο της ασθενείας, καλό θα ήταν -με βάση την αρχή του ορθού λόγου- να περιέχει και αυτή την αμφιβολία.
H
ορθολογική ανάγκη να ορισθεί η ανθρώπινη ζωή με άξονα τη γνώση που κάθε φορά «κατέχεται» δεν είναι κατανοητή, παρά μόνο από την πλευρά μιας επιθυμίας για κανονιστική προσαρμογή όλων των στοιχείων της ύπαρξης στις «αλήθειες» που αναδύονται, εκάστοτε. Aκολούθως, όμως, οδηγούμαστε στη σκέψη ότι ο κόσμος μας δεν υπάρχει χάριν του ανθρώπου αλλά χάριν της «κανονικότητας» και, με αυτήν την έννοια, η κανιβαλική κανονικότητα μπορεί να απογοητεύσει και να «ευθανατίσει» πλήθος ανθρώπων. Δεν είναι παρά μια στρατηγική φροντίδα της «υγιούς» κοινωνίας να εμφανισθεί ως αίτημα των δεινοπαθούντων η δημιουργία μιας επιλεκτικής κοινωνίας, όπου οι υποφέροντες δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Eίναι σαφές ότι το άτομο ή μάλλον η νεωτερική ατομικότητα υπάρχει μέσω του αποκλεισμού των άλλων, ιδίως των πασχόντων. Ο καθένας επιχειρεί να υπάρχει αντιτιθέμενος σε οτιδήποτε δεν αποτελεί το εγώ του. Ο ασθενής δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος που έχει ανάγκη βοηθείας για να ζήσει, αλλά ως άνθρωπος (;) που το βάρος της αδυναμίας του προκαλεί δυσανεξία και ενόχληση στους συνανθρώπους του(;). H κατάστασή του, ενώ αποτελεί ελαφρυντικό στην περίπτωση που βλάψει ή σκοτώσει κάποιον, θεωρείται πλήρης βουλήσεως, εάν επιχειρήσει να δολοφονήσει τον εαυτό του. H επιλεκτική αυτή λογική βλέπει τον ανίατο κατά την κρατούσα επιστημονική άποψη άνθρωπο ως παρένθεση, που μπορεί να αποθηκευθεί στα αποθηκευτήρια πρωτεϊνών.
H κατά εποχές συγκροτούμενη επιστημονική γνώση ως απόλυτη γίνεται και το εκάστοτε δεδομένο σύστημα αναφοράς, από το οποίο είναι δυνατό να καλλιεργείται και σύστημα αξιών. Eτσι, σήμερα κατασκευάζεται από την έλλογη κοινότητα όχι ο συλλογικός μύθος της θρησκείας, όπως θα έλεγαν παλιότερα οι ορθολογιστές, αλλά ο συλλογικός μύθος της απόλυτης επιστημονικής γνώσης, η οποία είναι παραίνεση θανάτου. Ο Θεός έχει πεθάνει εξάλλου. Mια ευχή του Nίτσε παίρνει σάρκα και οστά. Aς ορίσουμε, λοιπόν, τον άνθρωπο και ας κτίσουμε μακριά από τον ανθρώπινο πόνο την ευτυχία μας. H ευθανασία θα αναλάβει να μας απαλλάξει από ανωφελή συγκέντρωση πρωτεϊνών.
1. L.C. Dunn, «Cross Currents in the History of Human Genetics», Amrican Journal of Human Genetics, 1962, σελ. 8
2. Jeremy Rifkin, «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας», σελ. 254
3. Jeremy Rifkin, «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας», σελ. 274, κ.ε.
4. Γρηγόριος ο Θεολόγος, τόμος 5ος EΠE, σελ. 52-54
|