Tα βάσανα της N.Δ. και των ταυτοτήτων
Tου ΓIΩPΓΟY KAPEΛIA
Πρώτα ο Καρατζαφέρης, μετά ο Αρης και μετά οι ταυτότητες. Ο
Χριστόδουλος, ο Περιστερίου, ο Καλαβρύτων και ο Παπαθεμελής. Και μετά ξανά ο Αρης και τα βάσανα της Ν.Δ. Η δημόσια ζωή μας φαίνεται ότι κινείται σ' αυτούς τους δύο άξονες: Τα «δεδομένα» της ταυτότητας και τα φαινόμενα αποσύνθεσης, αλλά όχι αναγκαστικά και διάλυσης, στη Ν.Δ. «Μα έχετε παλαβώσει εσείς εκεί κάτω και ασχολείστε με την αναγραφή του θρησκεύματος και τη σύγκρουση περί τον Αρη;», μου έλεγε τις προάλλες τηλεφωνικώς αναγνώστης από τη Γερμανία.
Δεν συμμερίζομαι την αφοριστική δυσανεξία του για τα συγκεκριμένα, αν και συμφώνησα μαζί του ότι θα έπρεπε να έχουμε στην ημερήσια διάταξή μας το θέμα της ομοσπονδιοποίησης της Ευρώπης μετά την πρόταση του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών (αλήθεια πόσοι το έχουν πάρει χαμπάρι;) ή το πρόβλημα της ανεργίας των νέων ή το πώς θα σώσουμε τον εθνικό μας αερομεταφορέα.
Ας είναι. Και τα δύο επίμαχα θέματα των ημερών έχουν τις σημαντικές πλευρές τους, που δεν είναι πάντα αυτές που προβάλλονται διαρκώς από τα αδηφάγα τηλεοπτικά δίκτυα. Υπάρχουν πλευρές που πρέπει να προσέξουμε γιατί έχουν σημασία για την πολιτική και κοινωνική μας ζωή. Λόγου χάρη, η κατάσταση που επικρατεί σ' ένα μεγάλο κόμμα, το οποίο παραλίγο να καταλάβει την εξουσία και τώρα απειλείται με αποσύνθεση, ενδιαφέρει όλους τους Ελληνες, οπαδούς του και μη.
Αλλά, προφανώς, όχι διότι ο Καρατζαφέρης είπε Σαλώμη τον Σπηλιωτόπουλο, ξεπερνώντας κάθε όριο δεοντολογικής συμπεριφοράς, και απρέπειας, απέναντι στον αρχηγό του. Αν και ο κ. Καραμανλής τώρα θα πρέπει να κατάλαβε καλά τι σημαίνει να ανέχεσαι στον κήπο σου τα κάθε λογής ζιζάνια.
Τι ενδιαφέρει σ' αυτήν την κρίση που περνάει η Ν.Δ.; Οτι ένα κόμμα που άγγιξε την εξουσία δεν έχει ταυτότητα. Δείχνει να θέλει να απαρνηθεί το κακό παρελθόν της και αυτό είναι καλό αν ο αρχηγός της εννοεί ότι πρέπει ν' αποβάλει όσα στοιχεία χρωμάτισαν με μαύρο χρώμα το βίο και την πολιτεία της παραδοσιακής Δεξιάς των περασμένων δεκαετιών. Ομως, η απόπειρα ν' αποχρωματίσει ένα κλασικό δεξιό κόμμα και να το βαφτίσει «Κέντρο» με τη λεοντή του «μεσαίου χώρου» ήταν το λιγότερο ατυχής, όταν η συντριπτική πλειονότητα των οπαδών του τοποθετείται από το σημείο 8 και πέρα στην κλίμακα Αριστερά-Δεξιά (με άκρο δεξιό σημείο το 10). Πρόκειται για λάθος στρατηγικής και ας μην παραπλανά το εκλογικό αποτέλεσμα με την αύξηση του ποσοστού, η οποία οφείλεται σε άλλους λόγους.
Ο τόπος χρειάζεται ένα δεξιό (ή συντηρητικό) κόμμα εφόσον μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων τοποθετείται σ' αυτό το χώρο. Αλλά με σαφή χαρακτηριστικά και προσανατολισμό και όχι με οβιδιακές μεταμορφώσεις που δεν αντέχουν στο χρόνο. Η Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή προσπάθησε στην αρχή να μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και εν συνεχεία να «καλύψει» το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη σε ορισμένες πλευρές της πολιτικής. Και, ταυτόχρονα, να μη χάσει τη ραχοκοκαλιά της. Οι όποιες προσπάθειες ανανέωσης και νέου λόγου χάθηκαν στο διαφαινόμενο ρεβανσισμό. Ο ανένδοτος κατά των διαπλεκομένων χάθηκε, όταν ο Σημίτης υποχώρησε έξυπνα στο θέμα του «Bιντεολόττο» κι εμφανίζεται πάλι μετεκλογικά. Η Ν.Δ. δεν έχει σαφή θέση σε κρίσιμα θέματα, όπως οι σχέσεις με την Τουρκία και η Παιδεία. Το ίδιο λάθος διαπράττει τώρα ο κ. Καραμανλής στο θέμα των ταυτοτήτων. Αρκείται στην ταύτιση με την πονηρή θέση του αρχιεπισκόπου για προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος. Ομως, αυτή δεν είναι καθαρή θέση. Ενα υπεύθυνο κόμμα είτε θα ταχθεί υπέρ της υποχρεωτικής αναγραφής (και έχει το επιχείρημα ότι η πλειονόηττα των Ελλήνων φαίνεται ότι το επιθυμεί) είτε υπέρ της απάλειψης. Η Ν.Δ. θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, αν της τεθεί το ερώτημα. Σε τέσσερα χρόνια, που ενδέχεται να γίνει κυβέρνηση, θα αλλάξει τον τύπο της ταυτότητας και θα επαναφέρει το ισχύον καθεστώς ή το προαιρετικό της αναγραφής;
Το θέμα του Σπηλιωτόπουλου, αν και συμβολικό, είναι ήσσονος σημασίας. Κι έκανε πολύ καλά ο κ. Καραμανλής που διέγραψε τον Καρατζαφέρη και υποστήριξε το συνεργάτη του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ποτέ δεν διανοήθηκε να απομακρύνει τον Αντώνη Λιβάνη και απομάκρυνε τον Μένιο Κουτσόγιωργα μόνο όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι αναλογίες δεν είναι ίδιες και τα πολιτικά δεδομένα διαφορετικά. Υπάρχουν, όμως, και κοινές πλευρές. Ο Σπηλιωτόπουλος δέχεται μια επίθεση με πολλά στοιχεία λασπολογίας που ξεκίνησε από το κόμμα του. Και έχει δίκιο ν' αντιδρά. Ομως και ο ίδιος τώρα θα κατάλαβε πόσο μεγάλο λάθος έκανε, όταν προ μηνών έλεγε ότι υπάρχουν ροζ κασέτες και για στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Οπως θα το κατάλαβαν κι άλλοι, που παλαιότερα είτε τροφοδοτούσαν είτε απολάμβαναν τη λάσπη εναντίον πολιτικών τους αντιπάλων.
Ομως, το «θέμα Σπηλιωτόπουλου» είναι σημαντικό, γιατί αποτελεί την αρχή του σχεδίου όσων -εντός και εκτός Ν.Δ.- επιδιώκουν το πριόνισμα του αρχηγού της και εν τέλει την αντικατάστασή του. Ο κ. Καραμανλής από θέση αρχής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίξει τον Σπηλιωτόπουλο. Ομως, αυτό μπορεί να έχει για τον ίδιο μεγάλο κόστος.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι βρίσκεται μπροστά σ' ένα μεγάλο δίλημμα και η επιλογή δεν είναι καθόλου εύκολη.
Το άλλο θέμα των ημερών, η αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες, είναι περιορισμένης σημασίας απ' όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Αν δεν είχε ανακινηθεί, δεν υπήρχαν σοβαρά προβλήματα ακόμη και για τους μη ορθόδοξους, παρά τα μεμονωμένα κρούσματα αυθαιρεσίας από την κρατική εξουσία ή από την Εκκλησία.
Και τώρα που αφαιρείται, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια μεγάλη νίκη του εκσυγχρονισμού, ο οποίος έχει πολλά άλλα πεδία να δράσει και να δείξει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Υπάρχει, όμως, στις αντιδράσεις ένα στοιχείο που εξοργίζει. Δεν πρόκειται ούτε για τις σκοταδιστικές απόψεις ορισμένων ιεραρχών και ιερωμένων. Ούτε για τις γραφικές φιγούρες των διαδηλωτών. Ούτε καν για όσους έκαιγαν το βιβλίο του Ανδρουλάκη, παρά το αποκρουστικό της ενέργειάς τους. Δεν κινδυνεύει απ' αυτά ούτε η δημοκρατία ούτε η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Πάντα θα υπάρχουν ανεγκέφαλοι, γραφικοί ή και ψηφοθήρες πολιτικοί και πολιτευόμενοι.
Ομως, η υπόθεση των ταυτοτήτων αποκτά άλλη διάσταση, όταν η επίσημη Εκκλησία δείχνει ότι απαιτεί να συνδιαμορφώνει τις κυβερνητικές αποφάσεις χωρίς καμία νομιμοποίηση.
Προβεβλημένο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ μού έλεγε τις προάλλες ότι κακώς ο Σημίτης ανακίνησε το θέμα των ταυτοτήτων, ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να μη συγκρούεται με την Εκκλησία ή έστω να έχει απέναντί του μια «ουδέτερη» Εκκλησία, διότι αλλιώς θα έχει να κάνει με μια ακροδεξιά Εκκλησία, που θα γίνει εχθρός του. Το έλεγε πολύ σοβαρά και αυτό αποδεικνύει το βάσιμο του ισχυρισμού ότι η ηγεσία της Εκκλησίας διεκδικεί ρόλο συγκυβερνήτη.
Με την αφειδή έως και προκλητική βοήθεια τον τηλεοπτικών διαύλων, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει γίνει ο αρχιστάρ των ημερών μας. Είτε μιλάει για το Θεό και το Σατανά, είτε για την παγκοσμιοποίηση, είτε λέει ανέκδοτα. Η αίσθηση της παντοδυναμίας τον έχει κυριεύσει. Και όταν ο πρωθυπουργός τον αγνόησε σε μια απόφασή του, δεν το άντεξε. Αισθάνθηκε μεγάλη προσωπική μείωση εξ ου και το ανεξέλεγκτο των πρώτων λεκτικών αντιδράσεών του. Ο κ. Χριστόδουλος είναι έξυπνος άνθρωπος και μου φαίνεται αδιανόητο να πιστεύει ότι κινδυνεύει το ορθόδοξο φρόνημα του λαού από μια κυβερνητική απόφαση. Αρα, έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι εξουσίας μεταξύ Kράτους και Εκκλησίας και στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω της παρουσίας του κ. Χριστόδουλου, και με ένα προσωπικό παιχνίδι.
Ομως, ο αρχιεπίσκοπος έχει πολλά πεδία ν' αντιπολιτευθεί μια κυβέρνηση επί της ουσίας, αν θέλει. Να της χαρίσει τα 126 δισ. του ευρωπαϊκού πακέτου. Να βγουν ο ίδιος και οι λοιποί ιεράρχες από τα παλάτια τους (ο ίδιος το είπε μόλις προχθές) και να αφουγκραστεί πραγματικά προβλήματα του ποιμνίου του. Να μιλάει κάθε μέρα για την ανεργία, τα νοσοκομεία και τα ναρκωτικά. Και να μην αρκεσθεί στα λόγια, αλλά να χρησιμοποιήσει τη μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία για να δώσει λύσεις σε τέτοια προβλήματα. Και να είναι σίγουρος ότι τότε καμιά κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να «βάλει χέρι» σ' αυτήν την περιουσία ούτε κανείς να τον κατηγορήσει ότι πολιτεύεται με την τρέχουσα έννοια του όρου.
|