ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - Για να μη μένετε θεατές στα γεγονότα
Παρασκευή 02/06/2000

ΚΑΙΡΟΣ

ΣΤΗΛΕΣ

ΣΦΥΓΜΟΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
ΠΟΛΙΤΚΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
ΚΑΦΕΝΕΙΟ Η ΕΛΛΑΣ
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΡΟΣΩΠΑ

ΟΔΗΓΟΙ

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΘΕΑΤΡΑ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ MEDIA




ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - ΤΕΧΝΕΣ
Οι Ελληνες ποτέ δεν θα έκαναν το λάθος να του πουν: «Τίτο, θα μας παίξεις εκείνο το κομμάτι του Σαντάνα; », εννοώντας το «Ογιε κόμο βα». Οι Ελληνες ήξεραν πολύ καλά ότι το καταπληκτικό αυτό τσα τσα τσα είναι δικό του κι ας το έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία ο Σαντάνα.

Οι Ελληνες, γενικά, ήξεραν πολύ καλά τον ίδιο τον Τίτο Πουέντε και λάτρευαν τη μουσική του. Την τελευταία δεκαετία, κάθε φορά που ο βασιλιάς της λάτιν ερχόταν, ο κόσμος που τον αποθέωνε, γεμίζοντας ασφυκτικά υπαίθρια θέατρα και κλειστές αίθουσες, του φώναζε «εις το επανιδείν». Δυστυχώς, ο Τίτο Πουέντε δε θα μας ξαναρθει. Πέθανε χθες στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 77 χρόνων.

Ο διάσημος συνθέτης, ντράμερ και διευθυντής ορχήστρας, που κατέκτησε, καλπάζοντας, τη δόξα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, χάρη στη διεθνή τρέλα για το μάμπο, και που δεν έπαψε στιγμή από τότε να ιερουργεί στο χώρο της λάτιν τζαζ, είχε ματαιώσει όλες τις εμφανίσείς του για το Μάιο. Κάποιες ανησυχητικές καρδιακές αρρυθμίες τον είχαν οδηγήσει στις αρχές του Μαΐου σε νοσοκομείο του Σαν Χουάν, στο Πουέρτο Ρίκο. Δεν πρόλαβε να βγει και λίγες εβδομάδες αργότερα ξανανοσηλεύτηκε, αυτή τη φορά στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος.

Τον βρήκε; Μπα. Θα παίζει λάτιν και στους ουρανούς. «Ο ρυθμός και το μπιτ της μουσικής μου κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο. Δεν είναι μουσική για κηδείες..», έλεγε πριν από λίγα χρόνια. Διένυε την όγδοη δεκαετία της ζωής του και δεν είχε σταματημό.

Εκατοντάδες συναυλίες το χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο, στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Αμερική. Το Φεβρουάριο που μας πέρασε κέρδισε το πέμπτο Γκράμι του για το «Mambo Birdland». Στα 60 τόσα χρόνια της καριέρας του είχε κυκλοφορήσει πάνω από 100 δίσκους και πόσους άλλους θα έβγαζε αν η καρδιά του δεν τον πρόδιδε.

Ο Τίτο Πουέντε γεννήθηκε το 1923 στη Ν. Υόρκη, από Πορτορικανούς γονείς. Τον ονόμασαν Ερνεστ Αντονι Πουέντε τζούνιορ. Ο πατέρας του ήταν επιστάτης σ' ένα εργοστάσιο κατασκευής λεπίδων ξυρίσματος. Η μητέρα του ήταν εκείνη που του χάρισε τα δύο βασικά γνωρίσματά του. Το υποκοριστικό Τίτο (Ερνεστίτο-Τίτο) και το πρώτο του πιάνο, αφού τον έσπρωξε να κάνει μαθήματα σε ηλικία 7 χρόνων. Κι εκείνος, γρήγορα, σαν γνήσιος Πορτορικανός, το γύρισε στα ντραμς και αργότερα στα «τιμπάλες», τα περίφημα κουβανέζικα τύμπανα, ενώ δεν παρέλειψε να πάρει σοβαρή μουσική εκπαίδευση (διεύθυνση ορχήστρας, ενορχήστρωση και θεωρία) στην περίφημη σχολή Τζούλιαρντ, εκμεταλλευόμενος ειδικό νόμο, που ευνοούσε όσους είχαν πάει στρατό.

Είχε ήδη αρχίσει την επαγγελματική του καριέρα ως ντράμερ στην ορχήστρα του Νόρο Μοράλες. Και την εποχή που υπηρετούσε στο Ναυτικό, έπαιζε σε μια ορχήστρα που διηύθυνε ο περίφημος Τσάρλι Μπάρνετ. Απέκτησε γρήγορα τη φήμη του ευφάνταστου και «καυτού» ενορχηστρωτή και ηγήθηκε της δικιάς του ορχήστρας, που στην αρχή την έλεγαν «Πικαντίλι Μπόις» και στη συνέχεια, όσους τίτλους και συνθέσεις κι αν άλλαξε, είχε πάντα το όνομα του Τίτο Πουέντε.

Από το τσα τσα και το μάμπο ο Πουέντε με μεγάλη ευκολία το γύρισε στην τζαζ, τη λάτιν τζαζ, βέβαια. Ελεγε πάντα ότι χρωστάει πολλά στους μέντορές του, τον Ντίζι Γκιλέσπι και τον Τσάνο Πόζο, και δεν έκρυβε την περηφάνιά του. «Μια ορχήστρα τζαζ δεν μπορεί εύκολα να παίξει λάτιν, ενώ, αντιθέτως, μια ορχήστρα λάτιν μπορεί να παίζει τζαζ», έλεγε ξέροντας ότι οι τζαζίστες ενοχλούνταν. «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, ελάτε να σας δείξω», τους απαντούσε.

Το ίδιο καλά τα πήγε και με τη σάλσα στη δεκαετία του '70, άλλωστε συνεργάστηκε σε πολλούς δίσκους με τη βασίλισσα της σάλσα Σίλια Κρουζ, παρέα με την οποία ήρθε και στην Ελλάδα. Για την πρώτη εμφάνισή του ενώπιον ελληνικού κοινού, το καλοκαίρι του '91 στο θέατρο του Λυκαβηττού και για την τελευταία του, μόλις πέρυσι το καλοκαίρι, που αυτός και η Κρουζ έδωσαν δύο αξέχαστες συναυλίες στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα και στα «Νταμάρια» στη Θεσσαλονίκη.

Στα ενδιάμεσα ο Τίτο Πουέντε είχε ξεσηκώσει το ελληνικό κοινό πολλές ακόμα καλοκαιρινές βραδιές (1993, 1994, 1997, 1998). Επαιξε στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, στο Λυκαβηττό, στο Σάνι Φέστιβαλ. Ακόμα και στο Μέγαρο Μουσικής εμφανίστηκε με το «Latin jazz Ensemble», όπου έκανε και ολόκληρο εργαστήριο-παρουσίαση γύρω από τα μυστικά της μουσικής του.

Ενιωθε εδώ σαν στο σπίτι του. Καταλάβαινε ότι η λάτιν μουσική έβρισκε αμέσως το κουμπί του Ελληνα. Διηγιόταν πόσο διασκέδαζε όταν τον καλούσαν να παίξει σε ελληνικούς γάμους στην Αστόρια και θαύμαζε και τη δική μας μουσική. Εναν καημό είχε. Ο Χρήστος και ο Σπύρος Τσιλιγιάννης, που έχουν διοργανώσει όλες τις συναυλίες του, διηγούνται πόσο ήθελε να εμφανιστεί στο Ηρώδειο, αλλά το Φεστιβάλ Αθηνών το σνόμπαρε. Εχουν ακόμα πολλά να πουν για την απαράμιλλη ζωντάνια του (κοιμόταν ελάχιστα) και την αισιοδοξία του. Για το ούζο που έπινε, ακόμα και την ώρα που έπαιζε (το ζητούσε με έναν περίεργο τρόπο: «μήπως μπορώ να έχω το...γαλατάκι μου; »). Πριν από αρκετά χρόνια χάρισε στα παιδιά του Χρήστου Τσιλιγιάννη τις μπαγκέτες με τις οποίες χτυπούσε τα «τιμπάλες» του.

«Ισως μ' αυτές κάποτε να εξασφαλίσετε τις σπουδές σας», τους είπε. Η οικογένεια Τσιλιγιάννη δεν πρόκειται, βέβαια, ποτέ να τις πουλήσει.

Β. ΓΕΩΡΓ.

 


Επικοινωνήστε με την "E on-line"

Copyright © 2000 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή κατά παράφραση, ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της ηλεκτρονικής εφημερίδας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή αλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου πού ισχύουν στην Ελλάδα.