Η τελευταία ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Με ολόκλειστα τα μάτια», θεωρείται ήδη ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων, πρίν καν προβληθεί. Βγαίνει σε 3.000 αμερικάνικες αίθουσες τον επόμενο μήνα.
Ο ξαφνικός θάνατος του Κιούμπρικ λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, το μυστήριο που περιέβαλε τα γυρίσματα, το θέμα της ταινίας, που βασίστηκε στο βιβλίο του Αρθουρ Σνίτσλερ με ήρωες ένα παντρεμένο ζευγάρι ψυχιάτρων που επιχειρεί να υλοποιήσει τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις κι ένα διάσημο ζευγάρι ηθοποιών (Τομ Κρούζ- Νικόλ Κίτμαν) σε ρεαλιστικές ερωτικές σκηνές, είναι κάποιοι από τους λόγους που θα οδηγήσουν χιλιάδες θεατών -για διαφορετικούς ίσως λόγους- στην προβολή της ταινίας.
Ο Φρεντερίκ Ραφαέλ συν-σεναριογράφος μαζί με τον Κιούμπρικ της ταινίας «Με ολόκλειστα τα μάτια», σε άρθρο που δημοσιεύει στους «Σάντεϊ Τάιμς» με αφορμή μια διάλεξη για το σενάριο που έδωσε σε φοιτητές Φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, αναφέρεται: στη συγγραφή σεναρίων, στο «πέρασμα» από το σινεμά των δημιουργών στις εντυπωσιακές υπερπαραγωγές δράσης του Χόλιγουντ, ενώ «συντηρεί» το μυστήριο της ταινίας του Κιούμπρικ με μια μικρή αναφορά μόνο στις απόψεις του σκηνοθέτη.
«Ο Κιούμπρικ έκανε ταινίες με τον τρόπο ενός καλού σκακιστή. Αυτή ήταν μια από τις μυστικές αρετές του. Η δημιουργία ενός φίλμ για εκείνον, είχε μεγαλύτερη σχέση με τη λύση ενός προβλήματος παρά με την ζωγραφική της "Καπέλα Σιξτίνα"» σημειώνει και προσθέτει: «Αυτό που συνειδητοποίησα με τον καιρό, είναι ότι το σενάριο πρέπει να έχει τον σχεδιασμό μιας μουσικής η μιας ποιτικής σύνθεσης. Ο "ρυθμός" του, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Κιούμπρικ, οφείλει να να είναι σωστός. Το φίλμ πρέπει να εξελίσσεται -όχι πάντα αλλά εν γένει- προς ένα τέλος. Οπως το θεαματικό σλάλομ ενός σκιέρ, το οποίο ολοκληρώνεται, όταν ο σκιέρ εκσφενδονιστεί επιτυχώς πέρα από την καθορισμένη γραμμή».
Αναφερόμενος στις κινηματογραφικές αναζητήσεις της δεκαετίας του '60 επισημαίνει ότι αρκετοί άνθρωποι πίστευαν τότε ότι το σινεμά αποτελούσε μέσον κοινωνικής επανάστασης. «Ακόμα και το γυμνό στις ταινίες εκείνης της εποχής, είχε τη σημασία μιας πολιτικής πράξης ενάντια στη σεμνοτυφία της μπουρζουαζίας», γράφει, για να μας υπενθυμίσει ότι: «στο τέλος της δεκαετίας '60 το σινεμά του δημιουργού άρχισε να απειλείται σοβαρά από την ισοπεδωτικές επιταγές της κινηματογραφικής βιομηχανίας, που τις δεκαετίες που ακολούθησαν γέμισε τις οθόνες με τα τεχνολογικά τέρατα που πρότειναν αρχικά, οι πιονιέροι του είδους Τζόρτζ Λούκας και Στίβεν Σπίλμπεργκ», ενώ διαπιστώνει:
«Ανεξαρτήτως από το αν το σινεμά είναι υψηλή τέχνη ή όχι, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι καθόρισε και άλλαξε πολλές αντιλήψεις στον 20ό αιώνα, ακόμα κι αν η δύναμη του ως πολιτικού μέσου δεν είναι τελικά τόσο αποτελεσματική. Οι πολεμικές ταινίες «Σταυροί στο μέτωπο» που γύρισε ο Κιούμπρικ το 1957 και πιο πρόσφατα «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Σπίλμπεργκ, μπορούν για παράδειγμα να προειδοποιούν το κοινό ότι πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να... μετρήσει τους στάρς που εμφανίζονται στο πεδίο της μάχης, αλλά δεν έχουν την δύναμη να σταματήσουν τους πολέμους.
Ποιος από μας, όμως, που οδηγεί το αυτοκίνητό του προς το σπίτι έχοντας δεί ένα θρίλερ, δεν ρίχνει κλεφτές ματιές στο καθρέφτη του αυτοκινήτου για να δεί ποιοι τον ακολουθούν; Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι οι εραστές έμαθαν να φιλιούνται καλύτερα -με φιλιά μεγαλύτερης διάρκειας- εξαιτίας του σινεμά. Η σημασία της ειλικρίνειας, της τιμιότητας και της σοφίας είναι ανάλογη πια του τι φαίνεται ειλικρινές, τίμιο ή σοφό. Περπατάμε στον δρόμο και έχουμε την αίσθηση ότι μας συνοδεύει ένα σάουντρακ, ενώ δείχνουμε ότι περιμένουμε με λαχτάρα σε κάθε γωνία, ένα ναρκισσιστικό κοντινό πλάνο. Το φαίνεσθαι είναι η πραγματικότητα, σε είκοσι τέσσερα καρέ το δευτερολέπτο», καταλήγει ο Φρεντερίκ Ραφαέλ, παραφράζοντας τον Γκοντάρ που έλεγε ότι το «σινεμά είναι η αλήθεια σε είκοσι τέσσερα καρέ το δευτερόλεπτο».
EΠIMEΛEIA: Γ.Ε. ΚΑΡΟΥΖΑΚΗΣ
* Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί στ' αγγλικά από τις εκδόσεις «Οrion» το καινούργιο βιβλίο του Φρεντερίκ Ραφαέλ με τίτλο: «All his sons», στο οποίο χρησιμοποιεί τη φόρμα του σεναρίου για να υποκινήσει τον αναγνώστη όχι μόνο να διαβάσει το βιβλίο, αλλά ν' ακούσει τους διαλόγους, να εμψυχώσει τους χαρακτήρες και να ζωντανέψει την ιστορία στη φαντασία του.
|