Ευρωπαϊκό «χαρακτήρα» θα έχει το «πακέτο» των φοροελαφρύνσεων του νέου προϋπολογισμού που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης το Σάββατο.
Το κόστος των φοροελαφρύνσεων για το 2001 θα φτάσει τελικά περίπου τα 450 δισ.
δρχ. και αποτελεί το πρώτο βήμα στη διαδικασία φορολογικής εναρμόνισης της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής με τις αντίστοιχες της ευρωζώνης.
Στο πλαίσιο της νέας «γραμμής» στη φορολογική πολιτική οι σταδιακά από το 2001
και μετά θα αρχίσει περικοπή φόρων, με τη μορφή της μείωσης των ανώτατων φορολογικών συντελεστών, με στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την
ελεγχόμενη αύξηση της ζήτησης.
Παράλληλα, οι αυξήσεις σε μισθωτούς και συνταξιούχους, αν και «παγώνουν» στο επίπεδο του πληθωρισμού, θα αρχίσουν να «συμπληρώνονται» με αυξήσεις στο αφορολόγητο και άλλες «συγκρατημένες» φοροελαφρύνσεις.
Απώτερος σκοπός αυτής της σταδιακής μεταβολής, όπως υποστηρίζουν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, είναι να ενισχυσθεί ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να ενισχύονται παράλληλα οι πληθωριστικές πιέσεις.
Το μέγεθος του «πακέτου» δεν περιορίστηκε τελικά, καθώς ο νέος προϋπολογισμός σχεδιάζεται με την πρόβλεψη ότι θα βελτιωθεί από το 2001 σταδιακά η κατάσταση στις εγχώριες χρηματιστηριακές αγορές και δεν θα επαναληφθεί η φετινή απόκλιση
εσόδων από τους φόρους των χρηματιστηριακών συναλλαγών, που αναμένεται ότι θα αναζωπυρωθούν με τη δραστική μείωση των επιτοκίων από το Δεκέμβριο.
Ηδη στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του ΥΠΕΘΟ
σήμερα -υπό τη νέα του σύνθεση και με την προεδρία του κ. Β. Ράπανου- θα τεθεί
προς συζήτηση ο σχεδιασμός σε μακροπρόθεσμη βάση του φορολογικού συστήματος με
στόχο την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη και τη στήριξη του Προγράμματος Σταθερότητας.
Σε πρώτη φάση θα εφαρμοστεί το διετούς διάρκειας (2001-2002) «πακέτο» της φορολογικής πολιτικής, το οποίο θα «κοστίσει» συνολικά 500-600 δισ. δρχ., από τα οποία στο 2001 αναλογούν περί τα 400 δισ. δρχ., ήτοι περίπου 1% του ΑΕΠ.
Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά μεγάλο αν το συγκρίνει κανείς με τα αντίστοιχα «πακέτα» που θα εφαρμοστούν στη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία, χώρες που έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν ένα μέρος της πάλαι ποτέ συνταγής Λαφοντέν, ήτοι τη στήριξη της αναπτυξιακής πολιτικής μέσω της ελεγχόμενης αύξησης της ζήτησης.
Ο Ερικ Τσένεϊ, επικεφαλής του τμήματος οικονομικής ανάλυσης της Morgan Stanle y
Dean Witter, πριν από μερικές ημέρες επισήμανε «ένα νέο ευρωπαϊκό "παιχνίδι" που ακούει στο όνομα φορολογικός ανταγωνισμός».
Σύμφωνα με τον κ. Τσένεϊ, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν πλέον εισέλθει σε έναν κύκλο παρεμβάσεων στην οικονομική τους πολιτική με κέντρο τις φορολογικές ελαφρύνσεις που ξεκίνησε με την αναθεώρηση της γερμανικής φορολογικής πολιτικής και ακολούθησαν οι Γάλλοι και τώρα οι Iταλοί. Βέβαια τα ποσοστά επί του ΑΕΠ που περικόπτονται οι φόροι στις χώρες αυτές, μόλις αγγίζουν το 0, 5% του ΑΕΠ, αλλά πρέπει να υπολογίσει κανείς ότι μόνο το ΑΕΠ της Γερμανίας και της Ιταλίας αποτελούν περίπου το 50% του ΑΕΠ της ευρωζώνης...
To πακέτο Σημίτη
Η λογική πίσω από τη νέα φορολογική πολιτική είναι ότι με τις φοροελαφρύνσεις τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα χαμηλά εισοδήματα ενισχύεται η επιχειρηματικότητα και η αγοραστική δύναμη, χωρίς να προκαλείται ενίσχυση πληθωριστικών τάσεων από τις αυξήσεις σε μισθούς. Αν σ' αυτή την εικόνα προσθέσει κανείς και τη διαρκή, την τελευταία περίοδο, αύξηση των ευρωεπιτοκίων και έτσι του κόστους χρήματος στην ευρωζώνη, ενώ μειώνεται η εξωτερική αξία του ευρώ, γίνεται φανερό ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδιώκουν να στηρίξουν τους ρυθμούς ανάπτυξης, με «παγωμένους» όμως μισθούς τους οποίους θα στηρίξουν οι περικοπές φόρων.
Το αντίστοιχο πακέτο Σημίτη στηρίζεται επίσης σε ένα «πάγωμα» των αυξήσεων στα
επίπεδα του πληθωρισμού, που συνοδεύεται όμως όσον αφορά τους μισθωτούς με την
αύξηση του αφορολόγητου, ενώ σε επίπεδο υψηλών εισοδημάτων προβλέπει μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή κατά 2, 5%. Σε επίπεδο επιχειρήσεων το πακέτο είναι σημαντικά ενισχυτικό, καθώς μειώνει επίσης τον ανώτατο φορολογικό
συντελεστή κατά 2, 5%.
Παράλληλα μελετάται, και μάλλον θα περιέχεται στο φορολογικό νομοσχέδιο που θα
συνοδεύει τον προϋπολογισμό, πρόβλεψη για μείωση των φόρων που αφορούν τις συναλλαγές ακινήτων, αλλά και συγχωνεύσεις φόρων που σήμερα βαρύνουν τα ακίνητα.
Συγκεκριμένα, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για μεταβιβάσεις ακινήτων, κληρονομικά κ.λπ. θα εξισορροπήσει την αύξηση των φόρων που θα προέλθει από τις αυξήσεις στην αντικειμενική αξία των ακινήτων από το νέο έτος.
Στην πραγματικότητα, όπως διευκρινίζουν από το υπουργείο Οικονομικών, το φορολογικό αποτέλεσμα από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών και τη μείωση του φόρου στις μεταβιβάσεις ακινήτων θα εξισορροπηθεί.
Mε το τέλος της διετίας 2001-2002 το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμά ότι θα έχει αρχίσει να σταθεροποιείται το οικονομικό περιβάλλον τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην ευρωζώνη και θα είναι δυνατή η σχεδίαση ενός περισσότερο μακροπρόθεσμου ορίζοντα φορολογικής πολιτικής.
Γ. ΑΓΓEΛHΣ
|