Compact version |
|
Tuesday, 26 November 2024 | ||
|
Το Βήμα, 6 Ιουλίου 1997Ο τρίτος (και καλύτερος) δρόμοςΠοιες μπορεί να είναι οι εναλλακτικές προσεγγίσεις στο εκπαιδευτικό ζήτημαΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Δ. ΣΦΑΤΟΣΟι προβληματισμοί για τους στόχους και το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν έλειψαν ποτέ από το επίκεντρο της επικαιρότητας. Παρά τις διαφοροποιήσεις στις αφορμές και τον τόνο της όποιας αντιπαράθεσης, σταθερό γνώρισμα της συζήτησης παραμένει η ανακύκλωση των ίδιων επιχειρημάτων για την ιδιωτική ή τη δημόσια παιδεία και το μόνιμα ανικανοποίητο αίτημα για το 15 τοις εκατό του προϋπολογισμού (σε μοντέρνα έκδοση το 5 τοις εκατό του ΑΕΠ) τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η χρονική διάρκεια αυτής της πολωτικής συζήτησης καταδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγήσει τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Εδώ θα επιχειρήσουμε στο γενικότερο δυνατό επίπεδο μια σταχυολόγηση των προβλημάτων στα οποία προσκρούει κάθε προσπάθεια διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον χώρο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς αναφορές στο τεράστιο ζήτημα του επανακαθορισμού του περιεχομένου των σπουδών. 1. Κοινωνικός κατακερματισμός και μειωμένη συλλογική συνείδηση. Στις σημερινές συνθήκες οι κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες δίνουν αυξημένη σημασία στα στενά συντεχνιακά ή ταξικά συμφέροντα. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σκηνικό πλήττει καίρια τον χώρο της παιδείας, όπου η σημασία του οράματος, των δεσμεύσεων και της παράδοσης είναι πρωταρχική. 2. Κομματική παρέμβαση στα πανεπιστήμια. Παρά την εξάλειψη των απολυταρχικών φαινομένων του παρελθόντος και την αύξηση της ερευνητικής δραστηριότητας, ο νόμος - πλαίσιο του 1982 έδωσε στους κομματικούς μηχανισμούς τη δυνατότητα να ελέγχουν τα πανεπιστημιακά δρώμενα μέσω των κομματικών νεολαιών και δημιούργησε για το συντεχνιακό πνεύμα μεγάλα περιθώρια έκφρασης. Ετσι, οι θεσμοί που αποσκοπούσαν στον εκδημοκρατισμό μετατράπηκαν σε αρωγούς ενός πολύπλοκου ισορροπιστικού παιχνιδιού νομής της εξουσίας. 3. Συγκεντρωτισμός και δυσκαμψία του συστήματος. Κάθε λειτουργικό σύστημα που δεν είναι σε θέση να αποκρίνεται στα εξωτερικά ερεθίσματα είναι καταδικασμένο σε μαρασμό. Η ομοιογένεια και ο συγκεντρωτισμός στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων για την παιδεία ήταν ως σήμερα σε αρμονία με το ελληνικό μοντέλο ενός κράτους, μιας εθνότητας και ενός θρησκεύματος, που διαμόρφωσε μια ομοιογενή, αφομοιωτική μεσαία τάξη. Οι διαφοροποιήσεις και οι κοινωνικές αλλαγές που απορρέουν από την έκρηξη του διεθνούς εμπορίου, την ευρωπαϊκή προοπτική και τους νέους τύπους εργασίας καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση αυτών των αντιλήψεων και θέτουν ένα νέο πλαίσιο αρχών προς το οποίο θα πρέπει να προσαρμοστεί με τον δικό της τρόπο και η ελληνική κοινωνία, με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Οι διαχειριστικές δυσκολίες του διογκωμένου, συγκεντρωτικού και, κατά συνέπεια, δύσκαμπτου συστήματος δεν του επιτρέπουν να αποκριθεί στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες. Παράλληλα, αναπτύσσεται ο προβληματισμός γύρω από την κοινωνία των πολιτών με κύριο γνώρισμα το αίτημα για αποκέντρωση. Αναζητείται η μετάβαση σε ένα σύστημα που θα εκχωρεί σε μικρότερα κύτταρα του συστήματος τη δυνατότητα σχεδιασμού και εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών, με ανταμοιβή των επιτυχημένων προσπαθειών. Συνολικά το σύστημα θα ωφεληθεί γιατί θα δοθεί η δυνατότητα στα ευέλικτα κύτταρα να δοκιμάσουν περισσότερες πιθανές διεξόδους και να διαμορφώσουν ένα σταθερό πλουραλιστικό σκηνικό με ευρύτερη βάση. Μια τέτοια λογική προσκρούει στην έλλειψη εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Ο συγκεντρωτισμός απαλλάσσει από τις ευθύνες που οι επιμέρους ομάδες αρνούνται συστηματικά να αναλάβουν. Εκεί οφείλεται η έντονη επιμονή για το «αδιάβλητο» που συντηρεί παταγωδώς αποτυχημένα συστήματα όπως οι Πανελλήνιες Εξετάσεις και η Επετηρίδα διορισμών. Συνεπώς, θεωρούμε αναγκαία την ελεγχόμενη εκχώρηση περισσότερων εξουσιών και δυνατοτήτων στα ίδια τα Ιδρύματα ώστε να εφαρμόσουν, με προκαθορισμένο προϋπολογισμό, τις στρατηγικές αναδιάρθρωσής τους, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες των πρωτοβουλιών τους. Οι ενστάσεις για τα κίνητρα και τον αρτηριοσκληρωτισμό του κρατικού τομέα είναι θεμιτές αλλά αφορούν το επόμενο επίπεδο θεώρησης. Εδώ περιοριζόμαστε να παρατηρήσουμε ότι αν οι φετινές μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες του υπουργείου Παιδείας και η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ιδωθούν μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα μπορεί να οδηγήσουν την ελληνική παιδεία σε ελπιδοφόρους ανεξερεύνητους χώρους. Ο κ. Χ. Σφάτος είναι διδάκτωρ Χημείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και συντονιστής του προγράμματος «Παιδεία» του Ινστιτούτου Ελληνικού Δυναμικού της Βοστώνης. |