Σύμβολα
|
Υπουργοί και δήμαρχοι μετρούν τώρα τα κέρδη τους από την πανηγυρική υποδοχή του μιλένιουμ και διαδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους. Αναλόγως ενθουσιασμένοι πάντως, αφού ανάλογα υπήρξαν και τα κέρδη τους, πρέπει να είναι όσοι είχαν τη φαεινή ιδέα να πουλήσουν επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τις ώρες της γιορτής, κάτι πλαστικά πραγματάκια που έβγαζαν ένα πράσινο ή γαλάζιο φως χάρη στο υγρό που περιείχαν. Τα 'παιρνε ο κόσμος, η πιτσιρικαρία κι οι μεγαλύτεροι, τα κρέμαγε στο λαιμό του δίκην φανών ή τα φορούσε σαν κολιέ, σαν βραχιόλι, σαν φωτοστέφανο πλαστικό. Μεταμοντέρνα τεχνολογία με το τίποτε, πατέντα ελληνική ή, εξίσου πιθανό, ταϊλανδέζικη. Και συναγωνίζονταν οι πωλητές, ποιανού το εμπόρευμα θα διατηρήσει αθάνατο το φως του, ποιανού θα μείνει άφθαρτο ώς την επόμενη μαζική τελετή, ας πούμε ώς το 2004, οπότε θα ξαναπιστέψουμε ότι είμαστε ο ομφαλός του κόσμου, η καρδιά και ο νους του.
Τα παιδιά θέλανε και τα στρογγυλά και τα φανόμορφα, και τα μικρά και τα μεγάλα, και τα γαλάζια και τα πράσινα. Κι η γιορτή το καλεί να μη μετράς παρά να χαλάς, όλο να χαλάς, για να μη γρουσουζεύεις. Τα φορούσαν λοιπόν με καμάρι, εν όσω οι μεγάλοι έπιναν εις υγείαν του Διονύσου σαμπάνιες ελληνικής κατασκευής των χιλίων δραχμών -μά την αλήθεια, δεν ήταν αποκαρδιωτική η διαφορά τους από τις διάσημες εισαγόμενες- κι ήταν βέβαια, δίνοντας πίστη στους όρκους των πωλητών, ότι θα ξυπνήσουν την επομένη και θα τα ξαναβρούν φωτεινά. Λοιπόν, δεν είχαν χάσει εντελώς τη «φωταδιστική» τους ικανότητα, δεν ήταν όμως ζωηρά. Και πια, μέρα τη μέρα ξεθωριάζουν, ώσπου κάποια στιγμή να γίνουν ανάμνηση. Κανένας δεν θα τα κλάψει βέβαια· οι μεγάλοι θα συγκρατηθούν από την επιβεβλημένη ωριμότητά τους, οι μικροί βιάζονται να περάσουν από το ένα «έδεσμα» της τεχνολογίας στο επόμενο χωρίς να νοιαστούν να αφομοιώσουν κανένα.
Αν ωστόσο ήθελε κανείς να προσδιορίσει ένα σύμβολο του μιλένιουμ και της φρενίτιδάς του, ίσως και να διάλεγε αυτά τα φο-φωσάκια (κατά το φο-μπιζού), αφού πρώτα στεκόταν για λίγο στον πολυδιαφημισμένο (και επίσης συμβολικό, αλλά ανάποδα απ' ό,τι ήθελαν οι κατασκευαστές του) λονδρέζικο «Τροχό της Χιλιετίας», που δεν είχε την τύχη να φέρει ούτε μία στροφή. Ενα φωτάκι ισχνό, μιας χρήσεως, με ζωή μικρότερη κι από κείνη των καβαφικών κεριών, οι γιορτές κι οι πανηγύρεις. Μα το 'χουμε ανάγκη, κι ας ξέρουμε ότι δεν φέγγει.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
|