ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (16-11-99)

Μια κραυγή δίχως ηλικία

Κάθε φορά που η φύση αποκρίνεται με θανάσιμη περιφρόνηση στην πεποίθησή μας ότι ελέγχουμε τους νόμους της, οι λέξεις μένουν ορφανές από το ασφαλές κέλυφος του οικείου τους νοήματος και τα αισθήματα ακολουθούν άλλην οδό από εκείνη που ορίζει η εύτακτη καθημερινότητα. Κλονίζονται οι σχεδιασμοί και θρυμματίζονται οι ελπίδες, κι ό,τι φάνταζε μεγαλειώδες αποκαλύπτεται στην ασημαντότητά του. Αλήθεια, ποια σημασία έχει, τώρα πια, τόσα Ρίχτερ μετά, τόσους νεκρούς, τόσο πόνο, το ότι ο κ. Κλίντον επισκέπτεται πρώτα την Τουρκία κι ύστερα την Ελλάδα, ή το ότι θα μείνει πέντε ημέρες εκεί και μία εδώ; Ποια σημασία έχει ο μέχρις υστερίας εξονυχιστικός έλεγχος από τους υπευθύνους ασφαλείας, όταν ο αρχιτρομοκράτης Εγκέλαδος παραμένει αδέσποτος; Ποια σημασία έχει ο υπολογισμός, και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, ότι η άφιξη των μεγάλων επισήμων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αποδοτικό σύμβολο στη μάχη για την προσέλκυση τουριστών; Τα σώριασε όλα ο νέος σεισμός. Ο,τι απομένει, είναι μια εικόνα που δεν θα ενοχλήσει την ασφαλισμένη μακαριότητα των υψηλών επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης: Ενας άνθρωπος, μπροστά στα χαλάσματα του σπιτιού του -ένα χάλασμα κι αυτός, ωστόσο αντέχει, γιατί άλλος τρόπος δεν υπάρχει-, να δέεται, να εκλιπαρεί, να απαιτεί, να ελπίζει, μέσα από μία και μόνη φράση, απευθυνόμενη ταυτόχρονα σε ζώντες, τεθνεώτες και θεούς: «Μ' ακούει κανείς;». Δεν έχει πατρίδα αυτή η κραυγή, δεν έχει θρησκεία ή σημαία· δεν έχει καν ηλικία μετρήσιμη, αφού ισούται με την ηλικία του γένους των ανθρώπων, με την άναρχη και ατελεύτητη ηλικία της ανάγκης τους. Ο Χασάν, ο Γιάννης, ο Τζον, ο Ζόραν, ο Ζαν, ονόματα της ανωνυμίας όλοι τους, από την ίδια κραυγή κρεμούν πότε την απόγνωση και πότε τη μικρή τους ελπίδα: «Μ' ακούει κανείς;». Με τόσο θόρυβο, ποιος ν' ακούσει τον Χασάν, τον Γιάννη, τον άγνωστο ανθρωπάκο. Οι κάμερες, ναι, όσο έχουν ανάγκη το θέαμα. Και οι όπου γης ανωνύμως ομώνυμοί του, με την ανήμπορη συμπόνια τους. Και πιο πιθανό φαίνεται να λάβει απόκριση μέσα από τα χαλάσματα, από τους νεκρούς, παρά από τα λαμπρά ανάκτορα, όπου, αποσπασμένοι από τη μαζική εξαθλίωση, συσκέπτονται δίχως να συναισθάνονται οι αγέρωχοι διαχειριστές της μοίρας των Χασάν.