Εκκρεμούν οι απαντήσεις
|
Μπορεί να μην είναι ακόμη σαφές πώς θα οδηγηθούν τα πράγματα σε μια ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά είναι απολύτως σαφές ότι η κυβέρνηση του κ. Κ. Σημίτη κάνει ό,τι μπορεί σήμερα για να συμβεί μια τέτοια βελτίωση. Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση αποδύεται σε αυτήν την προσπάθεια. Ηδη, την άνοιξη του 1996, με νωπό ακόμη το «επεισόδιο» στις βραχονησίδες Ιμια και με προβεβλημένη από την Αγκυρα τη θεωρία περί «γκρίζων περιοχών» στο Αιγαίο, ο κ. Κ. Σημίτης ανακοίνωσε την πρόθεσή του για μία «βήμα προς βήμα» πορεία βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και στη συνέχεια, το 1997, προχώρησε στη συνυπογραφή του γνωστού κειμένου της Μαδρίτης, στο οποίο η ελληνική πλευρά αποδεχόταν «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Ακολούθησε η συγκρότηση μικτής ελληνοτουρκικής Επιτροπής νομικών εμπειρογνωμόνων («σοφών») και το Σεπτέμβριο 1997 στη Ν. Υόρκη το διπλωματικό «ναυάγιο» της όλης προσπάθειας, λόγω της ξεκάθαρης άρνησης της Αγκυρας να δεχθεί ότι οποιαδήποτε εδαφική διεκδίκηση της στο Αιγαίο θα έπρεπε να την οδηγήσει, όποτε θα ήθελε να το κάνει, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σ' όλο αυτό το διάστημα, οι ΗΠΑ πίεζαν δυνατά την Ελλάδα να προχωρήσει σε άρση των επιφυλάξεών της («βέτο») στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για την Τουρκία.
Από τότε έως σήμερα, η Αγκυρα παρέμεινε αμετακίνητη στις πολιτικές της, που αφορούν το Αιγαίο και το Κυπριακό, είχε τη χαρά να διαπιστώσει, ενδιαμέσως, τη ματαίωση της εγκατάστασης των «S-300» στην Κύπρο, ενώ παραλλήλως οι ΗΠΑ δυνάμωσαν την πίεσή τους προς την Ελλάδα για άρση του ελληνικού «βέτο» στην Ε. Ενωση, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των εταίρων πίεζε τον κ. Κ. Σημίτη προς την ίδια κατεύθυνση. Τι άλλαξε, λοιπόν, για να ανακοινώνει τελευταίως η Αθήνα την απόφασή της για μια νέα πολιτική της στις ελληνοτουρκικές υποθέσεις; Το ερώτημα δεν απαντάται φυσικά με πολιτική αναβάθμιση της συναισθηματολογίας που προκάλεσε στην ελληνική πολιτική σκηνή ο φοβερός σεισμός στη γείτονα χώρα. Τι μπορεί, λοιπόν, να άλλαξε; Μετέβαλε (παρασκηνιακώς) κάποιες θέσεις της η Αγκυρα, οπότε τα «ανοίγματα» του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών δεν πέφτουν απλώς σε έναν χώρο επιθυμιών; Εχει η Αθήνα εκπονήσει ένα σχέδιο «ασφαλούς απόδοσης» που θα ανάγκαζε την τουρκική ηγεσία σε ξεκίνημα αλλαγών; ‹Η μήπως η κυβέρνηση Σημίτη μονομερώς δοκιμάζει μια «νέα, μετριοπαθή πολιτική (υπό την δυνατή πίεση των ΗΠΑ μόνο) στο πεδίο των ευρωτουρκικών σχέσεων, (γνωρίζοντας και ότι το «βέτο» της εκεί είναι πολιτικώς κάτισχνο);
Και, δίπλα σε αυτά, το κρίσιμο ερώτημα: Αν η «πρωτοβολία» των ΗΠΑ προσκρούσει προσεχώς σε τουρκική αδιαλλαξία, πόσο στέρεη μπορεί να είναι μια «νέα» πολιτική της Αθήνας στις ελληνοτουρκικές υποθέσεις;
|
| |