Διχασμός
|
Δυο κουβέρτες, ένα μαξιλάρι, το ραδιοφωνάκι και αγωνία, αγιάτρευτη αγωνία. Με τέτοιον εξοπλισμό ζητήσαμε παρηγορία στους ανοιχτούς χώρους της κλειστής Αθήνας, τα πάρκα και τις πλατείες. Καλησπερίζοντας επιτέλους το γείτονα της απέναντι πολυκατοικίας, με τον οποίο μας χώριζε ένα στενό και η συνήθης αδιαφορία, λέγοντας δυο λόγια παρηγορίας στα ξενυχτισμένα πιτσιρίκια, ανακαλώντας μνήμες σκληρές· στη σκέψη όλων οι νεκροί, οι δεκάδες άνθρωποι που αφανίστηκαν όχι τόσο από τον Εγκέλαδο όσο από εκείνους που χτίζουν στα μπαζωμένα ρέματα και λένε «καλά είναι εδώ» και από τους άλλους, τους «αρμόδιους», που συμφωνούν και εγκρίνουν ακόμη και την κραυγαλέα ατασθαλία ή ανομία. «Ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε απολύτως ικανοποιητικά», συνεχίζουν μονότονα οι επικεφαλής του. Ναι, χθες και προχθές μπορεί και να λειτούργησε ικανοποιητικά. Πέντε χρόνια πριν όμως ή εφτά ή δέκα, όταν νομιμοποιούσε την αυθαιρεσία ή παρέβλεπε την προχειρότητα και την κουτοπονηριά, πώς αντέδρασε, και ποιους επέλεξε η ιδιοτέλειά του να ικανοποιήσει;
Σκισμένη καθώς η γη η συμπεριφορά μας, η ατομική και η συλλογική, της πολιτείας και των πολιτών. Δίπλα στο μεγαλείο της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας, η μικροψυχία και η μικρόνοια. Πασχίζουν οι άνθρωποι των σωστικών συνεργείων να ανασύρουν από τον τάφο όσους αντέχουν, όσους κρατιούνται απελπισμένα από ένα νήμα ήδη κομμένο· κινδυνεύουν αυτοί τον έσχατο κίνδυνο για ν' αναστήσουν την ελπίδα, και μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα οι εαυτούληδες σπεύδουν να καταλάβουν τους λιγοστούς υπαίθριους χώρους με τα αυτοκίνητά τους. Οχι, δεν τα τοποθετούν εκεί για να κουρνιάσουν στο εσωτερικό τους όταν πέσει ο ήλιος (θα πάνε αλλού να κοιμηθούν) αλλά για να προστατευτεί η λαμαρινένια περιουσία τους από κάνα τυχαίο μάρμαρο. Θαρρείς κι αξίζει περισότερο το τετράτροχό τους από τη ζωή πέντε ή έξι ανθρώπων που θα μπορούσαν να στρώσουν εκεί την κουβερτούλα τους και να κρυφτούν μέσα στο φόβο τους.
Κι ύστερα, είναι οι επαγγελματίες της κακότητας, όσοι σπέρνουν τη φήμη της επικείμενης καταστροφής, μοντέρνοι Ηρόστρατοι, που ηδονίζονται να αγγέλλουν την τραγωδία και απολαμβάνουν τον πανικό των άλλων, όσων μεταφράζουν την ανασφάλεια σε ευπιστία και, υπακούοντας σε παράδοξους ψυχικούς μηχανισμούς, προτιμούν να ακούνε μαύρα μηνύματα, κατάμαυρα. «Θα γίνει σεισμός εφτά Ρίχτερ, το άκουσα στο Σι-Εν-Εν, τό 'πε και ο Βαρώτσος, και η Ουψάλα», γράφουν ή λένε από ραδιοφώνου, δηλητηριάζοντας τον κόσμο. «Γνώστες» αυτοί και πάντοτε «καλά πληροφορημένοι εξ απορρήτων πηγών», επενδύουν στη μαζική απόγνωση. Και εγκληματούν.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
|