Οι καταγγελίες για την πορεία της προβληματικής Kλωστοϋφαντουργίας προς μια άρρωστη «εξυγίανση» από τον Π. Tόττη μέσω του διπλού αλλαλόχρεου λογιαριασμού – Aσανσερ η τιμή της μετοχής από τις 240 στις 9.000 δρχ. και αντιστρόφως
«Aύξησε το μερίδιό του στο μετοχικό κεφάλαιο της MAKΛΩ με τα λεφτά των μικρομετόχων»
Tων ΓIΩPΓH MEPMHΓKA -
BAΣIΛH ΓEΩPΓA
Aκρη στον ωκεανό με τις μετοχές-φούσκες και τα τρισεκατομμύρια των αυξήσεων που στροβιλίστηκαν στο ΧΑΑ, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πού πήγαν, προσπαθούν να βγάλουν τώρα το ΣΔΟΕ, οι αρχές του Χρηματιστηρίου, οι δικαστές και οι ίδιοι οι επενδυτές.
Την ίδια στιγμή ένα «ψαράκι» με το όνομα ΜΑΚΛΩ -που αποτέλεσε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις χρηματιστηριακής πομφόλυγας- πλατσουρίζει σε χοντρους ανακριτικούς φακέλους και δείχνει μέσα από τα απίθανα κόλπα και διαδρομές του πόσο «ευάλωτο» ήταν (και είναι) ολόκληρο το χρηματιστηριακό εποικοδόμημα απέναντι σε κάθε είδους τακτικές και μεθοδεύσεις με αετονύχηδες από τη μια και ανευθυνοϋπεύθυνους από την άλλη.
Είναι αυτές οι περιπτώσεις -και φαίνεται να είναι πάρα πολλές- όπου τα όρια ευθύνης μεταξύ μεγαλομετόχων, τραπεζικών ιδρυμάτων, χρηματιστηριακών αρχών αλλά και αρμόδιων υπηρεσιών είναι τόσο δυσδιάκριτα, ώστε το ίδιο το σύστημα να ακυρώνει τις άμυνές του και να μετατρέπεται τελικά σε ξέφραγο αμπέλι.
Στην περίπτωση των ΜΑΚΛΩ ασφαλώς αρκετοί επιχειρηματίες αλλά και πολλοί επενδυτές είναι πιθανόν ότι θα αναγνωρίσουν κάτι από τις δικές τους προσωπικές ιστορίες.
Η Κλωστοϋφαντουργία ΜΑΚΛΩ ξεκινά στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου (1948) για να καταστεί και αυτή «προβληματική», όπως τόσες άλλες στη 10ετία του 1980, περνώντας στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Στις αρχές του 1996 ο πολυπράγμων επιχειρηματίας της Βορείου Ελλάδος Πέτρος Τόττης (σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τον Ιούλιο του 1998) απέκτησε τα ΜΑΚΛΩ από την Εθνική Τράπεζα έναντι 1,74 δισ. δρχ. με διευκολύνσεις.
Προκειμένου να εξυγιάνει την εταιρεία, προχώρησε σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 1,275 δισ. δρχ. (Iανουάριος 1998). Πέντε μεγαλομέτοχοι της εταιρείας (5,5% του μ.κ.) ωστόσο υποστηρίζουν με καταγγελίες και μηνύσεις ότι ο Π. Τόττης δεν έβαλε δραχμή από την τσέπη για την αύξηση του κεφαλαίου. Aντιθέτως, λένε, μεσούσης της αύξησης, «τραβούσε» μέσω μελών του οικογενειακού Δ.Σ. της εταιρείας τα χρήματα που κατέθεταν οι μικρομέτοχοι και τα επανακατέθετε σε άλλους λογαριασμούς που εξυπηρετούσαν την αύξηση, αλλά και τις απαιτήσεις που ο ίδιος είχε έναντι της εταιρείας. Με λίγα λόγια, στα ταμεία της εταιρείας, όπως υποστηρίζει και ο οικονομικός διευθυντής των ΜΑΚΛΩ (Γ. Τσιρίκος) που απελύθη αργότερα, ο Π. Τόττης δεν έβαλε δραχμή, οδηγώντας έτσι σε λουκέτο τα ΜΑΚΛΩ και στην ανεργία τους 135 εργαζόμενους.
«Του τα χρωστούσε η εταιρεία» υποστηρίζει ο γιος Κωσταντίνος Τόττης, επισημαίνοντας ότι το στελεχωμένο από μέλη της οικογένειας διοικητικό συμβούλιο λειτουργούσε μόνο για τα μάτια του νόμου, καθώς ο πατήρ Πέτρος Τόττης «δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν». Δηλώνει, πάντως, τελώντας και ο ίδιος υπό κατηγορία, ότι ο πατέρας του Π. Τόττης είχε καταθέσει την ίδια συμμετοχή του πριν ξεκινήσουν οι εγγραφές των μετόχων.
Πού πήγαν άραγε τα χρήματα της αύξησης; Στις άλλες εταιρείες του Πέτρου Τόττη, δηλαδή στην Βingo, την Αγροτική Βιομηχανική Μακεδονίας και στο Ξενία Φλώρινας, στο οποίο επρόκειτο να λειτουργήσει και καζίνο, λένε οι πέντε μέτοχοι της μειοψηφίας.
«Tο μπαλάκι των ευθυνών»
Το ΧΑΑ, από την πλευρά του, που γίνεται αποδέκτης των καταγγελιών για διασπάθιση των χρημάτων της δημόσιας εγγραφής, θεωρεί ότι το θέμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία του υπουργείου Ανάπτυξης με βάση το νόμο περί Ανωνύμων Εταιρειών και πετά το μπαλάκι είστε στα αρμόδια υπουργεία είτε στη Δικαιοσύνη, αφού οι υποθέσεις είχαν ήδη πάρει το δρόμο για ποινικά δικαστήρια.
Aπό την πλευρά της, πάντως, η Επιτροπή Kεφαλαιαγοράς που εξέτασε το θέμα στις 31/8/99 επιβάλλει πρόστιμο ύψους 7 εκατ. δρχ. με το αιτιολογικό ότι η εταιρεία δεν ενημέρωσε τους μετόχους για τη χρήση των κεφαλαίων και επιπλέον 3 εκατ. δρχ. επειδή δεν δημοσιεύτηκαν εντός της νόμιμης προσθεσμίας οι οικονομικές καταστάσεις των ΜΑΚΛΩ.
Η συναρπαστικότερη όμως πτυχή της υπόθεσης ΜΑΚΛΩ ακολουθεί αργότερα. Οταν ο επιχειρηματίας Β. Ζούλοβιτς παρουσιάζεται να έχει μαζέψει «στα χαμηλά», σε συμφωνία και με την οικογένεια Τόττη, ένα πολύ μεγάλο μέρος των 22 εκατ. μετοχών της εταιρείας. Στο σημείο αυτό, η αγορά κατακλύζεται από φήμες για συγχωνεύσεις, εξαγορές, επεκτάσεις, με αποτέλεσμα η μετοχή να γίνει πύραυλος. Από τις 238 δρχ. που είχε η μετοχή στις 8/2/1999, ακριβώς 9 μήνες μετά (8/11/99) έχει σκαρφαλώσει στις 8.900 δραχμές αποδίδοντας υπεραξία άνω του 4.000%, έστω κι αν διαπραγματευόνταν επί μακρόν σε καθεστώς επιτήρησης.
«Στο μεγάλο γλέντι φαγώθηκαν πάνω από 200 δισ. δρχ. από ξεφορτώματα που έγιναν στα τέλη 1999-αρχές του 2000», υποστηρίζουν προς την «Ε» οι μέτοχοι της μειοψηφίας, Τσιοτσιόπουλος και Τσιάβος. Γεγονός είναι πάντως ότι σύμφωνα και με την ενημέρωση του ΧΑΑ, στην επίμαχη περίοδο εμφανίζονται οι Β. Ζούλοβιτς και τα αδέλφια Φάις να μεταβιβάζουν προς άγνωστους παραλήπτες εκατομμύρια μετοχές των ΜΑΚΛΩ.
Γεγονός είναι επίσης ότι έπρεπε να περάσει ένας ακόμη χρόνος για να ρίξει νέες καμπάνες (73 εκατ. δρχ. και 69 εκατ. δρχ. αντίστοιχα) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στους Ζούλοβιτς και Φάις με την αιτιολογία ότι χρησιμοποίησαν εμπιστευτικές πληροφορίες σε σχέση με την κυοφορούμενη τότε μεταβίβαση των ΜΑΚΛΩ στην εταιρεία Stabilton (Μ. Ανδρουλιδάκης) για να κερδοσκοπήσουν. Ηδη από την άνοιξη του 2000 ο Μ. Ανδρουλιδάκης εμφανίζεται πλέον ως μεγαλομέτοχος της εταιρείας ΜΑΚΛΩ, ενώ η συγχώνευσή της με τη Stabilton, που ακολούθησε λίγο αργότερα, σφράγισε τη μακρά και εντόνως προβληματική πορεία των ΜΑΚΛΩ στο χρόνο.
Σήμερα η μετοχή έχει φτάσει να κοστίζει 239 δραχμές. Σε σύγκριση δηλαδή με τα ιστορικά υψηλότερα των 9.000 δραχμών ο τίτλος έχει σχεδόν εκμηδενίσει την αξία του.
|