TΩΝ BANAΣ ΦΩTΟΠΟYΛΟY, ΘΩΜΑ ΤΣΑΤΣΗ
Τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις στον τομέα της ποινικής προστασίας της Εκκλησίας, αρχής γενομένης από συγκεκριμένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, μελετά, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το υπουργείο Δικαιοσύνης. Χθες, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχ. Σταθόπουλος, εξερχόμενος του υπουργικού συμβουλίου, δεν απέκλεισε την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, αρκεί να υπάρξει προηγούμενη ενημέρωση του πρωθυπουργού, των συναρμοδίων υπουργών και φυσικά διάλογος με την Εκκλησία.
Ο διάλογος αυτός με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αναμένεται να ανοίξει με επίκεντρο τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα, περί επιβουλής της θρησκευτικής ειρήνης. Σύμφωνα με αυτά, προβλέπεται φυλάκιση μέχρι δύο ετών σε βάρος όποιου δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον Θεό, την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα. Ας
σημειωθεί ότι με βάση τις διατάξεις αυτές διώκεται ο Μίμης Ανδρουλάκης για το γνωστό του βιβλίο «Μν» και η δίκη του εκκρεμεί.
Ο κ. Σταθόπουλος έχει εκφράσει στο παρελθόν την πάγια θέση, ότι θα πρέπει να απαλειφθούν από τον Ποινικό Κώδικα οι επίμαχες διατάξεις, καθώς δεν συμβιβάζονται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. «Θα αρκούν εφεξής τα άρθρα 361 επ. Π.Κ., που άλλωστε κανένας λόγος δεν υπάρχει (παρά την αντίθετη κρατούσα άποψη) να μην εφαρμόζονται και στις προσβολές της τιμής νομικών προσώπων. Πάντως, κατά κανόνα η καθύβριση θρησκείας θα θίγει και τους πιστούς της ή τουλάχιστον τους εκπροσώπους της, δηλαδή, φυσικά πρόσωπα», αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας».
Σήμερα, με την ιδιότητα του υπουργού Δικαιοσύνης έχει τον θεσμικό ρόλο να προχωρήσει σε αλλαγές. Το θέμα είναι τι εύρος και έκταση θα έχουν οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες, δεδομένου, όπως έχει γράψει και ο ίδιος ο κ. Σταθόπουλος, «πολλές φορές στην πράξη η ουσιαστική επιχειρηματολογία για μεταρρυθμίσεις καταπνίγεται από τη δύναμη της "ισχύουσας" πραγματικότητας, με την οποία έχουμε εθισθεί. Ή, ακόμη, οι αλλαγές, έστω και αν είναι σχετικά ανώδυνες και δεν συνεπάγονται καμιά αναστάτωση, τρομάζουν. Επικρατεί το μη θίγετε τα κακώς κείμενα».
Υπέρμαχος του χωρισμού Εκκλησίας - κράτους, ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης έχει διατυπώσει ριζοσπαστικές θέσεις για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Δεν είναι μόνον οι απόψεις που δημοσίως εξέφρασε για τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ θρησκευτικού ή μη όρκου, θρησκευτικής ή κοσμικής κηδείας, αλλά και για τη μη υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και οι
οποίες άνοιξαν ευρύ κύκλο συζητήσεων και πυροδότησαν αντιδράσεις στους κόλπους
της Eκκλησίας. Ο νυν υπουργός έχει υπερθεματίσει την απάλειψη μιας σειράς διατάξεων -από την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των βουλευτών μέχρι την κατάργηση της υποχρεωτικής παρακολούθησης των Θρησκευτικών στα σχολεία- ώστε να επιδειχθεί μεγαλύτερος σεβασμός στη θεμελιώδη συνταγματική διάταξη για το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης.
«Nα τι πρέπει να αλλάξει»
Στο ίδιο βιβλίο ο νυν υπουργός έχει καταγράψει το πλέγμα των θεμελιωδών αρχών,
στις οποίες πρέπει να στηρίζονται οι σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας. Μεταξύ των
προτάσεών του ήταν:
- Να αφαιρεθεί η επίκληση της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» στην προμετωπίδα του Συντάγματος.
- Να καταργηθεί ο θρησκευτικός τύπος του υποχρεωτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον της Βουλής, των βουλευτών αλλά και κάθε άλλου όρκου ενώπιον πολιτειακής αρχής που προβλέπεται στην κοινή νομοθεσία.
- Να διαγραφεί η αναφορά της «ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» μεταξύ των στόχων της προωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο άρθρο 1 παρ. 1α του N. 1566/85.
- Να βρεθεί τρόπος, ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών να είναι πραγματικά προαιρετικό.
- Να καταργηθούν οι διατάξεις των Α.Ν. 1363/1938, 1369/1938 και 1672/1939, που
προβλέπουν άδειες των αρχών για την ανέγερση ή λειτουργία ναών ετεροδόξων, απαγορεύουν τον προσηλυτισμό κ.λπ.
– Χθες ο κ. Σταθόπουλος δήλωσε ότι συμφωνεί με τη θέση του προέδρου της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων Κ. Δαφέρμου, ότι είναι αντισυνταγματική και παράνομη η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και ότι σε αυτή την περίπτωση πρόκειται απλώς για εφαρμογή του νόμου που ψήφισε η Βουλή το 1997. Επεσήμανε ότι οι αποφάσεις της Αρχής είναι δεσμευτικές και σε περίπτωση μη εφαρμογής τους πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις και εκτίμησε ότι είναι πολλοί ακόμη και στους κόλπους της Ιεράς Συνοδου που συμφωνούν με τις θέσεις του.
Από την πλευρά του, ο κ. Δαφέρμος, ο οποίος θα συγκαλέσει τη Δευτέρα την Αρχή Προστασίας για να ασχοληθεί με το θέμα, ανέφερε στον ραδιοφωνικό σταθμό «Φλας»
ότι ακόμη και το επάγγελμα δεν θα πρέπει να αναγράφεται στις ταυτότητες. «Μπορεί, είπε, να έχω ένα επάγγελμα, το οποίο είναι μεν τίμιο αλλά δεν θα μου άρεσε να το λέω, π.χ. γιατί κατά τα κοινώς κρατούντα είναι υποτιμητικό. Ετσι και το θρήσκευμα. Εγώ είμαι σήμερα χριστιανός, αύριο μπορεί να είμαι άθεος και
μεθαύριο βουδιστής. Δικαίωμά μου είναι. Ολα τα άλλα είναι άχρηστα και εκ του πονηρού. Σκεφθείτε ότι στην Ευρώπη γελάνε και με την αναγραφή του θρησκεύματος
και με το αποτύπωμα στις ταυτότητες».
KΑΛΛΙΝΙΚΟΣ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
«Θέμα ερμηνείας του νόμου» είναι το πρόβλημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Tύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μητροπολίτη Πειραιώς Καλλίνικο. Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχει διαφορετική ερμηνεία, ενώ όπως είπε χθες κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης για τα θέματα που συζητήθηκαν στη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι απόψεις του υπουργού Δικαιοσύνης απηχούν δικές του ιδέες και όχι της κυβέρνησης. Οταν ρωτήθηκε πώς πρόκειται να αντιδράσει η Εκκλησία στην περίπτωση που η κυβέρνηση λάβει απόφαση για μη αναγραφή του θρησκεύματος, απάντησε ότι πρώτα θα συνεδριάσει η Διαρκής Ιερά Σύνοδο και θα το μελετήσει. Πρόσθεσε για άλλη μια φορά ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν υποχρεώνει την ελληνική νομοθεσία στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.
Tα μέλη της Συνόδου δεν συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους στο θέμα των ταυτοτήτων,
καθώς άλλα πιστεύει ο μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος, που εκπροσωπεί την πλευρά εκείνων που θέλουν να επιβάλουν την αναγραφή του θρησκεύματος και από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι προαιρετική η αναγραφή. Με την μη αναγραφή, απ' ό,τι φαίνεται, δεν συμφωνεί κανένας.
Τη θέση του για το θέμα ίσως ξεκαθαρίσει ο Aρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αύριο, κατά τη διάρκεια της εκπομπής στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδας.
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ
«Στην Ελλάδα βαδίζουμε σ' ένα φονταμενταλιστικό ορθόδοξο κράτος. Τα κράτη δεν είναι υποχρεωμένα να βγάζουν καλούς Ορθόδοξους ή καλούς Bουδιστές. Είναι υποχρεωμένα να βγάζουν καλούς πολίτες». Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδας Νικόλαος Φώσκολος είναι ιδιαίτερα σκληρός στην κριτική που κάνει. Το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και οι αντιδράσεις μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, όπως αυτή του μητροπολίτη Πειραιώς Καλλίνικου, έφεραν και πάλι στην επιφάνεια ένα τεράστιο ζήτημα που απασχολεί τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών της Καθολικής Εκκλησίας, το θρήσκευμα δεν πρέπει να αναγράφεται στις αστυνομικές ταυτότητες και αυτό, όπως τόνισε ο Νικόλαος Φώσκολος, προκύπτει από το Σύνταγμα, που είναι κατά των διακρίσεων.
«Δεν είναι δυνατό να λέει ο εκπρόσωπος τύπου της Ιεράς Συνόδου, μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος ότι οι ιεροί κανόνες είναι πάνω από τους νόμους του κράτους», προσθέτει ο Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών στην Ελλάδα «και τίθεται θέμα με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες των αστυνομικών και ασκούνται πιέσεις στον υπουργό». Εκείνο που ενοχλεί ιδιαίτερα τον Νικόλαο Φώσκολο είναι η υπερπροστασία της Ορθόδοξης Εκκλησία στην Ελλάδα και η δημιουργία μιας, όπως λέει, «νέας κατηγορίας πολιτών». «Εκτός από τους ΓΟΧ, δηλαδή τους παλαιοημερολογίτες Γνήσιους Ορθόδοξους Χριστιανούς, υπάρχουν και οι ΜΟΧ, δηλαδή όλοι εκείνοι που δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι "Μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί"».
Σε ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδας για το θέμα των αστυνομικών ταυτοτήτων κάνει αναφορά σε παλαιότερη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου το 1983 και προτείνει να μην αναγράφεται το θρήσκευμα, αναφέρει ότι στην Ελλάδα υπάρχει θρησκευτικός φανατισμός και ότι δεν γίνονται σεβαστές αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη νομική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Εννοεί προφανώς το γεγονός ότι η Καθολική Εκκλησία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και δεν έχει τη δυνατότητα να είναι ιδιοκτήτης.
|