ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - Για να μη μένετε θεατές στα γεγονότα
Δευτέρα 21/06/1999

ΚΑΙΡΟΣ

ΣΤΗΛΕΣ

ΣΦΥΓΜΟΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
ΠΟΛΙΤΚΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
ΚΑΦΕΝΕΙΟ Η ΕΛΛΑΣ
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΡΟΣΩΠΑ

ΟΔΗΓΟΙ

ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΘΕΑΤΡΑ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ MEDIA




ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - ΕΛΛΑΔΑ
* Aρθρο του Nόαμ Tσόμσκι στις ηλεκτρονικές σελίδες του Z Magazin

Στις 24 Μαρτίου ΝΑΤΟϊκές αεροπορικές δυνάμεις υπό αμερικανική διοίκηση άρχισαν να βομβαρδίζουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ, Σερβία και Μαυροβούνιο), συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου, που το ΝΑΤΟ θεωρεί επαρχία της Σερβίας. Στις 3 Ιουνίου το ΝΑΤΟ και η Σερβία κατέληξαν σε ειρηνευτική συμφωνία. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν θρίαμβο, έχοντας με επιτυχία ολοκληρώσει τον «δέκα εβδομάδων αγώνα τους να υποχρεώσουν τον κ. Μιλόσεβιτς να πει "θείε"», όπως ανέφερε ο Μπλέιν Χάρντεν στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». Θα ήταν έτσι ανώφελο να χρησιμοποιηθούν χερσαίες δυνάμεις για να «εκκαθαρίσουν τη Σερβία», όπως ο Xάρντεν είχε συστήσει σε κεντρικό άρθρο του με τίτλο «Πώς να εκκαθαριστεί η Σερβία». Η σύσταση ήταν φυσική υπό το φως της αμερικανικής Iστορίας, στην οποία κυριαρχεί το θέμα της εθνικής εκκαθάρισης από την αρχή της και μέχρι σήμερα, επιτεύγματα που γιορτάζονται με τα ονόματα που δίνονται σε επιθετικά στρατιωτικά ελικόπτερα και άλλα όπλα καταστροφής. Μια αλλαγή δρομολογείται, ωστόσο ο όρος «εθνική εκκαθάριση» δεν είναι πράγματι ακριβής: Οι αμερικανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ήταν οικουμενικές, η Ινδοκίνα και η Κεντρική Αμερική είναι δύο πρόσφατα παραδείγματα.

Ενώ διακηρύσσει θρίαμβο, η Ουάσιγκτον δεν έχει ακόμα διακηρύξει ειρήνη: Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται μέχρι οι νικητές να αποφασίσουν ότι έχει επιβληθεί η ερμηνεία τους για τη συνθήκη του Κοσσυφοπεδίου.

Από την αρχή, οι βομβαρδισμοί θεωρήθηκαν ένα θέμα με κοσμική σημασία, μια δοκιμασία του Νέου Ουμανισμού, στην οποία τα «πεφωτισμένα κράτη» (Φόρεϊν Αφέαρς) ανοίγουν μια νέα εποχή της ανθρώπινης Iστορίας, οδηγούμενα από «ένα νέο διεθνισμό, όπου η βάναυση καταπίεση ολόκληρων εθνικών ομάδων δεν θα είναι πια ανεκτή» (Τόνι Μπλερ). Τα πεφωτισμένα κράτη είναι οι ΗΠΑ κι ο Βρετανός συνεταίρος τους, ίσως και άλλοι που κατατάσσονται στις σταυροφορίες τους για δικαιοσύνη.

Προφανώς, το κύρος των «πεφωτισμένων κρατών» απονέμεται εξ ορισμού. Δεν μπορεί κανείς να βρει κάποια απόδειξη ή επιχείρημα, σίγουρα όχι από την Iστορία τους. Αυτή η τελευταία κρίνεται σε κάθε γεγονός άσχετη με το οικείο δόγμα «της αλλαγής πορείας» που επικαλούνται σταθερά οι ιδεολογικοί θεσμοί για να στείλουν το παρελθόν στα βάθη της μνήμης, αποτρέποντας έτσι την απειλή να θέσει κάποιος τα πλέον προφανή ερωτήματα: με τις θεσμικές δομές και τη διανομή της εξουσίας ουσιαστικά απαράλλακτα, γιατί κάποιος θα έπρεπε να περιμένει μια ριζοσπαστική αλλαγή πολιτικής -ή τελικά οτιδήποτε άλλο εκτός από τακτικές ρυθμίσεις;

Αλλά τέτοιες ερωτήσεις είναι έξω από την ατζέντα. «Από την αρχή το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου ήταν σχετικό με το πώς θα πρέπει να αντιδρούμε όταν συμβαίνουν άσχημα πράγματα σε αδιάφορα μέρη», εξηγούσε ο διεθνής αναλυτής Τόμας Φρίντμαν στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ενώ ανακοινωνόταν η Συνθήκη. Συνεχίζει να επαινεί τα πεφωτισμένα κράτη, διότι ακολουθούν την ηθική του αρχή ότι «από την ώρα που αρχίζουν οι διωγμοί προσφύγων, θα ήταν λάθος να αγνοούμε το Κοσσυφοπέδιο και ως εκ τούτου η χρήση μιας τεράστιας αεροπορικής πολεμικής επιχείρησης για ένα περιορισμένο αντικειμενικό σκοπό ήταν το μόνο πράγμα που είχε νόημα».

Μια ελάσσων δυσκολία είναι ότι το ενδιαφέρον για τους «διωγμούς προσφύγων» δεν ήταν, ίσως, το κίνητρο για την «τεράστια αεροπορική πολεμική επιχείρηση». Η Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ανέφερε τους πρώτους καταγεγραμμένους πρόσφυγες έξω από το Κοσσυφοπέδιο στις 27 Μαρτίου (4.000), τρεις μέρες μετά το ξεκίνημα των βομβαρδισμών. Το σύνολο αυξήθηκε έως τις 4 Ιουνίου, φτάνοντας τον καταγεγραμμένο αριθμό τους σε 670.000 στις γειτονικές χώρες (Αλβανία, ΠΔΓΜ), μαζί με άλλους 70.000 κατ' εκτίμηση στο Μαυροβούνιο (εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας) και 75.000 που αναχώρησαν προς άλλες χώρες. Οι αριθμοί, που μας είναι δυστυχώς πολύ οικείοι, δεν περιλαμβάνουν τον άγνωστο αριθμό εκείνων που μετακινήθηκαν εντός του Κοσσυφοπεδίου, περίπου 300.000, κατά τη διάρκεια της χρονιάς που προηγήθηκε των βομβαρδισμών, σύμφωνα με το ΝΑΤΟ, κι ένα μεγάλο αριθμό αργότερα.

Αναμφισβήτητα, η τεράστια αεροπορική πολεμική επιχείρηση επέσπευσε την απότομη κλιμάκωση εθνικής εκκαθάρισης κι άλλων φρικαλεοτήτων. Ολ' αυτά αναφέρονταν σε τακτική βάση από τους ανταποκριτές στο πεδίο και στις αναδρομικές αναλύσεις του Tύπου. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και στα δύο μεγαλύτερα έγγραφα που επιχειρούν να παρουσιάσουν τους βομβαρδισμούς ως αντίδραση στην ανθρωπιστική κρίση στο Κοσσυφοπέδιο. Το πιο εκτενές, που δόθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το Μάιο, έχει τον πετυχημένο τίτλο «Σβήνοντας την Iστορία: Εθνική εκκαθάριση στο Κοσσυφοπέδιο». Το δεύτερο αφορά την παραπομπή του Μιλόσεβιτς και των συνεργατών του στο Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, αφότου οι ΗΠΑ και η Βρετανία «άνοιξαν το δρόμο σε ό,τι ισοδυναμεί με μια εξαιρετικά γρήγορη παραπομπή, δίνοντας στην εισαγγελέα Λουίζ Αρμπούρ πρόσβαση σε κατασκοπικό υλικό και άλλες πληροφορίες που της αρνούνταν επί μακρόν οι δυτικές κυβερνήσεις», ανέφεραν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» σε δύο γεμάτες σελίδες αφιερωμένες στην παραπομπή. Και τα δύο έγγραφα εμμένουν ότι οι φρικαλεότητες ξεκίνησαν «την, ή γύρω στην 1η Ιανουαρίου». Και στα δύο, ωστόσο, το αναλυτικό χρονολόγιο αποκαλύπτει ότι οι φρικαλεότητες συνεχίστηκαν περίπου όπως πριν, μέχρι που οι βομβαρδισμοί οδήγησαν σε μια απότομη κλιμάκωση. Αυτό σίγουρα δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ο διοικητής στρατηγός Ουέσλι Κλαρκ περιέγραψε κάποια στιγμή αυτές τις συνέπειες ως «απολύτως προβλέψιμες» -μια υπερβολή, φυσικά, αφού τίποτα στις ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι τόσο προβλέψιμο, αν και σήμερα είναι διαθέσιμες άφθονες αποδείξεις που αποκαλύπτουν ότι οι συνέπειες ήταν αναμενόμενες, για λόγους ευνόητους, χωρίς να χρειάζεται πρόσβαση σε μυστικές πληροφορίες.

Ενας μικρός κατάλογος των αποτελεσμάτων της «τεράστιας αεροπορικής πολεμικής επιχείρησης» παρουσιάστηκε από τον Ρόμπερτ Χέιντεν, διευθυντή του Κέντρου Ρωσικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ: «Οι απώλειες των Σέρβων πολιτών τις πρώτες τρεις εβδομάδες του πολέμου είναι υψηλότερες από όλες τις απώλειες και στις δύο πλευρές στο Κοσσυφοπέδιο στο διάστημα των τριών μηνών που οδήγησαν σ' αυτόν τον πόλεμο, και ήδη εκείνοι οι τρεις μήνες υποτίθεται ότι ήταν μια ανθρωπιστική καταστροφή». Στην πραγματικότητα, αυτές οι συγκεκριμένες συνέπειες δεν λαμβάνονται υπόψη στο περιεχόμενο της υπερεθνικόφρονης υστερίας που ξεσηκώθηκε για να δαιμονοποιήσει τους Σέρβους κι έφτασε σε προβληματικά επίπεδα, καθώς οι βομβαρδισμοί είχαν ανοιχτά στόχο την κοινωνία των πολιτών και ως εκ τούτου απαιτούσαν πιο θερμή υπεράσπιση.

Κατά τύχη, τουλάχιστον ένας υπαινιγμός μιας πιο πιστευτής απάντησης στο ρητορικό ερώτημα του Φρίντμαν δόθηκε στους «Τάιμς» την ίδια μέρα σε ένα ρεπορτάζ του Στέφεν Κίνζερ από την Αγκυρα. Γράφει ότι «ο πιο γνωστός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία μπήκε στη φυλακή» για να εκτίσει την ποινή του, επειδή «απηύθυνε έκκληση στο κράτος να καταλήξει σε ειρηνική διευθέτηση με τους Κούρδους αυτονομιστές». Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Κίνζερ είχε εμμέσως αποκαλύψει ότι υπάρχουν περισσότερα για το θέμα: «Κάποιοι (Κούρδοι) υποστηρίζουν ότι καταπιέστηκαν από τον τουρκικό νόμο, αλλά η κυβέρνηση επιμένει ότι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους πολίτες». Θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει αν κάτι τέτοιο είναι πράγματι δίκαιο για μια από τις πιο ακραίες επιχειρήσεις εθνικής εκκαθάρισης των μέσων της δεκαετίας του '90 με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, 3.500 κατεστραμμένα χωριά (εφταπλάσιος από τον αριθμό του Κοσσυφοπεδίου, σύμφωνα με τη «θριαμβευτική ομιλία» του Κλίντον), περίπου 2, 5-3 εκατομμύρια πρόσφυγες και ειδεχθείς φρικαλεότητες, που εύκολα συγκρίνονται με εκείνες που καταγράφονται καθημερινά στις πρώτες σελίδες για επιλεγμένους εχθρούς, αναφέρονται λεπτομερώς από τις μεγαλύτερες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αγνοούνται. Αυτά τα επιτεύγματα υλοποιήθηκαν χάρη στη μαζική στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, αυξανόμενη υπό τον Κλίντον, καθώς οι φρικαλεότητες κορυφώνονταν, συμπεριλαμβάνοντας αεροσκάφη, μαχητικά ελικόπτερα, εξοπλισμό αντιμετώπισης εξεγέρσεων και άλλα μέσα τρόμου, φρίκης και καταστροφής, μαζί με την εκπαίδευση και την παροχή μυστικών πληροφοριών από μερικούς από τους χειρότερους φονιάδες.

Ανακαλέστε στη μνήμη σας ότι αυτά τα εγκλήματα συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 και κάτω από τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο συνεχίζει να υποβάλλει κρίσεις εναντίον της Τουρκίας για τις (διάφορες κατά το 1998) φρικαλεότητες που υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ. Χρειάζεται πραγματική πειθαρχία για τους συμμετέχοντες και τους σχολιαστές, ώστε «να μη σημειώσουν» καμία απ' αυτές κατά τον εορτασμό της 50ής επετείου του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο. Η πειθαρχία ήταν ιδιαιτέρως εντυπωσιακή υπό το φως του γεγονότος ότι ο εορτασμός επισκιάστηκε από ζοφερές ανησυχίες σχετικά με την εθνοκάθαρση από επισήμως χαρακτηρισμένους ως εχθρούς, όχι από τα πεφωτισμένα κράτη, τα οποία θα πρέπει να αφιερωθούν και πάλι στην παραδοσιακή αποστολή τους, να φέρουν δικαιοσύνη κι ελευθερία στους λαούς του κόσμου που υποφέρουν και να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμα και με βία αν είναι απαραίτητο, κάτω από τις αρχές του Νέου Ουμανισμού.

Αυτά τα εγκλήματα, για να είμαστε σίγουροι, είναι μία μόνο προβολή από την απάντηση που δόθηκε από τα πεφωτισμένα κράτη στο προφανές ερώτημα «πώς πρέπει να αντιδράσουμε όταν συμβαίνουν άσχημα πράγματα σε αδιάφορα μέρη». Πρέπει να επέμβουμε για να κλιμακώσουμε τις φρικαλεότητες, μη «αποστρέφοντας το βλέμμα» κάτω από «διπλά στάνταρ», τη συνήθη υπεκφυγή όταν παρατίθενται με απρεπή τρόπο τέτοια παραλειπόμενα. Αυτή επίσης συμβαίνει να είναι η αποστολή που έγινε στο Κοσσυφοπέδιο, όπως σαφώς αποκαλύπτεται από την πορεία των γεγονότων, αν και όχι η εκδοχή που διαθλάστηκε μέσω του πρίσματος της ιδεολογίας και του δόγματος, το οποίο δεν μπορεί ευχάριστα να ανεχτεί την παρατήρηση ότι η συνέπεια της «τεράστιας αεροπορικής πολεμικής επιχείρησης» ήταν μια αλλαγή από μια χρονιά φρικαλεοτήτων στην κλίμακα του ετήσιου (υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ) φόρου στην Κολομβία στη δεκαετία του '90 έως ένα επίπεδο που θα μπορούσε να πλησιάσει φρικαλεότητες μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη στη δεκαετία του '90, με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι βομβαρδισμοί.

Οι διαταγές πορείας από την Ουάσιγκτον είναι ωστόσο οι συνήθεις: Εστίασε σαν λέιζερ στα εγκλήματα του σημερινού επίσημου εχθρού και μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να αποσπαστεί από ανάλογα ή χειρότερα εγκλήματα που θα μπορούσαν εύκολα να μετριαστούν ή να εξαλειφθούν χάρης στον κρίσιμο ρόλο των πεφωτισμένων κρατών στη διαιώνισή τους, ή την κλιμάκωσή τους, όταν τα συμφέροντα εξουσίας υπαγορεύουν κάτι τέτοιο. Αφήστε μας, λοιπόν, να υπακούμε στις διαταγές και περιοριστείτε στο Κοσσυφοπέδιο.

Μια ελαχίστως σοβαρή έρευνα για τη Συνθήκη του Κοσσυφοπεδίου πρέπει να συνοψίσει τις διπλωματικές δυνατότητες επιλογής της 23ης Μαρτίου, της μέρας πριν από την έναρξη της «τεράστιας αεροπορικής πολεμικής επιχείρησης», και να τις συγκρίνει με τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν το ΝΑΤΟ και η Σερβία στις 3 Ιουνίου. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε δύο εκδοχές: (1) τα γεγονότα, και (2) την περιστροφή -αυτή είναι η Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκή εκδοχή που κατασκευάζει αναφορές και ερμηνείες στα πεφωτισμένα κράτη. Ακόμη και μια επιπόλαιη ματιά αποκαλύπτει ότι τα γεγονότα και η περιστροφή τους διαφέρουν σημαντικά. Ετσι, οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» παρουσίασαν το κείμενο της Συνθήκης με μια προσθήκη υπό τον τίτλο: «Δύο ειρηνευτικά σχέδια: Πώς διαφέρουν». Τα δύο ειρηνευτικά σχέδια είναι η (προσωρινή) Συμφωνία του Ραμπουγέ, που παρουσιάστηκε στη Σερβία ως ένα τελεσίγραφο τύπου δεχτείτε τη ή θα βομβαρδιστείτε στις 23 Μαρτίου, και η Συνθήκη ειρήνης για το Κόσοβο της 3ης Ιουνίου. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν τρία «ειρηνευτικά σχέδια», δύο από τα οποία ήταν στο τραπέζι στις 23 Μαρτίου: η Συμφωνία του Ραμπουγέ και οι αποφάσεις της Σερβικής Εθνοσυνέλευσης που απαντούσαν σ' αυτό.

Ας αρχίσουμε με τα δύο ειρηνευτικά σχέδια της 23ης Μαρτίου και ας αναρωτηθούμε κατά πόσο διαφέρουν και πώς συγκρίνονται με τη Συνθήκη ειρήνης για το Κόσοβο της 3ης Ιουνίου κι έπειτα ας στραφούμε σύντομα στο τι μπορούμε λογικά να περιμένουμε εάν παραβιάσουμε τους κανόνες και προσέξουμε τα (άφθονα) προηγούμενα.

Η Συμφωνία του Ραμπουγέ ζητούσε την πλήρη στρατιωτική κατοχή και τον ουσιαστικό πολιτικό έλεγχο του Κοσσυφοπεδίου από το ΝΑΤΟ, καθώς και ουσιαστική στρατιωτική κατοχή του υπολοίπου της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ θα «συστήσει και θα ηγηθεί στρατιωτικής δύναμης» (KFΟR), που «το ΝΑΤΟ θα εγκαταστήσει και θα αναπτύξει» εντός και γύρω από το Κόσοβο, που «θα επιχειρεί υπό τη δικαιοδοσία και θα υπόκειται στη διοίκηση και τον πολιτικό έλεγχο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου (NAC) μέσω της διοικητικής αλυσίδας του ΝΑΤΟ». «Ο διοικητής της KFΟR αποτελεί την τελική εξουσία σε ό,τι αφορά την ερμηνεία αυτού του κεφαλαίου (εφαρμογή της στρατιωτικής συμφωνίας) και οι ερμηνείες του είναι δεσμευτικές για όλες τις πλευρές και τα άτομα (με έναν άσχετο χαρακτηρισμό). Ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία της Ευρώπης) έχει επίσημη δικαιοδοσία για τις πολιτικές πτυχές της συμφωνίας, σε συντονισμό με την KFΟR -έναν κατοχικό στρατό, άρα σε θέση να καθορίσει τι συμβαίνει. Σε σύντομο χρόνο, όλες οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις του στρατού και η αστυνομία του υπουργείου Εσωτερικών θα ξαναπάρουν θέσεις σε «εγκεκριμένα σημεία», μετά θα αποσυρθούν στη Σερβία, εκτός από ορισμένες μικρές μονάδες που θα επιφορτιστούν με καθήκοντα φύλαξης της μεθορίου και με περιορισμένο οπλισμό (αναφέρεται λεπτομερώς). Αυτές οι μονάδες θα περιοριστούν στην υπεράσπιση των συνόρων από επιθέσεις και «τον έλεγχο παράνομων μεθοριακών διεισδύσεων» και δεν θα έχουν δικαίωμα να ταξιδέψουν στο Κόσοβο, πέραν αυτών των αρμοδιοτήτων.

«Τρία χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας αυτής, θα διεξαχθεί διεθνής συνάντηση που θα προσδιορίσει τους μηχανισμούς για έναν τελικό διακανονισμό στο Κόσοβο». Η παράγραφος αυτή ερμηνεύτηκε ως κάλεσμα σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, παρόλο που αυτό δεν αναφέρεται συγκεκριμένα.

Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο της Γιουγκοσλαβίας, οι όροι της κατοχής αναφέρονται στο παράρτημα B: Καθεστώς της Πολυεθνικής Στρατιωτικής Δύναμης. Η κρίσιμη παράγραφος αναφέρει:

8. Το προσωπικό του ΝΑΤΟ, μαζί με τα οχήματα, τα σκάφη, τα αεροπλάνα και τον εξοπλισμό, θα έχουν ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση μέσω της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, συμπεριλαμβανομένου του εναερίου χώρου και των χωρικών υδάτων. Αυτό περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται σ' αυτό, το δικαίωμα να αναπτύξουν καταυλισμούς, να κάνουν ελιγμούς, να στρατοπεδεύουν και να χρησιμοποιούν κάθε περιοχή και διευκόλυνση που απαιτείται για την υποστήριξη, την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις (σ.σ.: του ΝΑΤΟ). Το υπόλοιπο (σ.σ.: της παραγράφου) αναφέρεται στις συνθήκες που επιτρέπουν στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, και εκείνους τους οποίους απασχολεί, να ενεργούν κατά βούληση σε όλην την επικράτεια της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, χωρίς υποχρέωση ή ανησυχία για τους νόμους της χώρας ή τη δικαιοδοσία των αρχών, οι οποίες όμως καλούνται να ακολουθήσουν τις διαταγές του ΝΑΤΟ «κατά προτεραιότητα και με όλα τα ενδεδειγμένα μέσα». Μια ρήτρα αναφέρει ότι «το προσωπικό του ΝΑΤΟ στο σύνολό του θα σέβεται τους νόμους που ισχύουν στην Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία...», αλλά με μια διευκρίνιση που την καθιστά κενή: «Με την επιφύλαξη παντός προνομίου και ασυλίας, όπως αυτά αναφέρονται σ' αυτό το παράρτημα, το προσωπικό του ΝΑΤΟ στο σύνολό του...»

Υπήρξε φημολογία ότι η διατύπωση επιλέχτηκε ώστε να είναι σίγουρο ότι θα απορριφθεί. Ισως είναι έτσι. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι οποιαδήποτε χώρα θα αποδεχόταν τέτοιους όρους, παρά μόνο υπό τη μορφή συνθηκολόγησης άνευ όρων.

Στη μαζική κάλυψη του πολέμου, ελάχιστη αναφορά έχει γίνει στην ακριβή Συμφωνία, κυρίως στο κρίσιμο άρθρο του παραρτήματος B, που επικαλέστηκα. Αναφορά στο τελευταίο έγινε, όμως, μόλις κατέστη άσχετο με τη δημοκρατική επιλογή. Στις 5 Ιουνίου, μετά την ειρηνευτική συμφωνία της 3ης Ιουνίου, ο Tύπος έγραψε ότι, σύμφωνα με το παράρτημα της Συμφωνίας του Ραμπουγέ, «μια καθαρά NATΟϊκή δύναμη επρόκειτο να λάβει πλήρη άδεια να μεταβεί όπου επιθυμεί στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς να αντιμετωπίζει δικαστική δίωξη», επικαλούμενος την ακριβή φρασεολογία («Νιου Γιορκ Τάιμς» και άλλοι). Προφανώς, εξαιτίας της απουσίας ξεκάθαρης και επαναλαμβανόμενης εξήγησης των βασικών όρων της Συμφωνίας του Ραμπουγέ -της επίσημης «ειρηνευτικής διαδικασίας»- ήταν αδύνατον το κοινό να κατανοήσει σοβαρά ό,τι γινόταν ή να αποτιμήσει την ακρίβεια της εκδοχής της Συνθήκης του Κοσόβου που προτιμήθηκε.

Το δεύτερο ειρηνευτικό σχέδιο παρουσιάστηκε σε αποφάσεις της Σερβικής Εθνοσυνέλευσης στις 23 Μαρτίου. Η Bουλή απέρριψε την απαίτηση για στρατιωτική κατοχή από το ΝΑΤΟ και κάλεσε τον ΟΑΣΕ και τον ΟΗΕ να διευκολύνουν μια ειρηνική, διπλωματική διευθέτηση. Καταδίκασε (σ.σ.: επίσης) την απόσυρση της Ομάδας Επαλήθευσης του ΟΑΣΕ στις 19 Μαρτίου, που προετοίμασε τους βομβαρδισμούς της 24ης Μαρτίου. Οι αποφάσεις ζητούσαν να γίνουν διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν «στην επίτευξη πολιτικής συμφωνία, για ευρεία αυτονομία σε Κόσοβο και Μετόχια (επίσημο όνομα της επαρχίας), με τη διασφάλιση πλήρους ισότητας όλων των πολιτών και των εθνικών κοινοτήτων και με σεβασμό στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας». Επίσης, ενώ «το σερβικό Kοινοβούλιο δεν αποδέχεται την παρουσία ξένων στρατευμάτων σε Κόσοβο και Μετόχια», είναι έτοιμο να αναθεωρήσει το μέγεθος και το χαρακτήρα της διεθνούς παρουσίας στο Κοσμέτ (Κόσοβο/ Μετόχια), προκειμένου να εφαρμόσει τη Συμφωνία, αμέσως μετά την υπογραφή της πολιτικής συμφωνίας για την αυτοδιοίκηση, όπως αυτή συμφωνήθηκε και έγινε δεκτή από τους εκπροσώπους όλων των κοινοτήτων που ζουν στο Κοσσυφοπέδιο και τη Μετόχια. Τα βασικά στοιχεία αυτών των αποφάσεων μεταδόθηκαν από μεγάλα πρακτορεία και έτσι είναι σίγουρα γνωστά σε κάθε αίθουσα σύνταξης. Πολλές αναζητήσεις σε βάσεις δεδομένων βρήκαν ελάχιστες αναφορές, καμία στον εθνικό Tύπο και τα μεγαλύτερα περιοδικά.

Τα δύο ειρηνευτικά σχέδια της 23ης Μαρτίου παραμένουν έτσι άγνωστα στο ευρύ κοινό, ακόμα και το γεγονός ότι ήταν δύο και όχι ένα. Η μόνιμη εξήγηση είναι ότι «η άρνηση του Μιλόσεβιτς να δεχτεί... ακόμα και να συζητήσει ένα διεθνές ειρηνευτικό σχέδιο (συγκεκριμένα τη Συμφωνία του Ραμπουγέ) είναι αυτή που προκάλεσε τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς στις 24 Μαρτίου (Κρεγκ Ουίτνεϊ, «Τάιμς της Νέας Υόρκης») - ένα από τα πολλά άρθρα που επικρίνουν τη σερβική προπαγάνδα, αναμφιβόλως με ακρίβεια αλλά με μερικές παραλείψεις.

Οσο για το τι σημαίνουν οι αποφάσεις της Σερβικής Εθνοσυνέλευσης, οι απαντήσεις είναι απολύτως γνωστές στους φανατικούς -διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα σε ποιο είδος φανατικών ανήκουν. Για τους άλλους, θα υπήρχε ένας τρόπος να βρουν τις απαντήσεις, να εξερευνήσουν τις δυνατότητες. Αλλά τα φωτισμένα κράτη προτίμησαν να μην ασχοληθούν μ' αυτό, αλλά να βομβαρδίσουν με τις αναμενόμενες συνέπειες.

Αξίζουν προσοχής τα περαιτέρω βήματα στη διπλωματική διαδικασία και η ερμηνεία τους στα δογματικά όργανα, αλλά θα το αφήσω στην άκρη, εστιάζοντας στη Συμφωνία του Κοσσυφοπεδίου της 3ης Ιουνίου. Οπως ήταν αναμενόμενο, είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στα δύο ειρηνευτικά σχέδια της 23ης Μαρτίου. Τουλάχιστον στα χαρτιά, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εγκατέλειψαν τις βασικές απαιτήσεις τους, οι οιποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, και οι οποίες είχαν οδηγήσει στην απόρριψη του τελεσιγράφου εκ μέρους των Σέρβων. Η Σερβία με τη σειρά της συμφώνησε σε «μια διεθνή παρουσία ασφαλείας με ουσιαστική συμμετοχή του ΝΑΤΟ, που πρέπει να αναπτυχθεί υπό μια ενωμένη διοίκηση και έλεγχο...υπό την αιγίδα του ΟΗΕ». Μια προσθήκη στο κείμενο αναφέρει «τη θέση της Ρωσίας, ότι το ρωσικό απόσπασμα δεν θα είναι υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ και οι σχέσεις του με τη διεθνή παρουσία θα καθορίζονται από σχετικές πρόσθετες συμφωνίες». Δεν υπάρχουν όροι που να επιτρέπουν στο ΝΑΤΟ ή τη «διεθνή παρουσία ασφαλείας» την πρόσβαση στην υπόλοιπη Πρώην Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Ο πολιτικός έλεγχος του Κοσσυφοπεδίου δεν βρίσκεται στα χέρια του ΝΑΤΟ, της Σερβίας ή του ΟΑΣΕ, αλλά στα χέρια του Συμβουλίου Ασφαλείας, που θα εγκαθιδρύσει μια «προσωρινή διοίκηση του Κοσσυφοπεδίου». Η απόσυρση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων δεν προσδιορίζεται λεπτομερώς στη Συμφωνία του Ραμπουγέ, αλλά είναι παρόμοια, αν και επιταχυθείσα. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στο πλαίσιο συμφωνίας των δύο σχεδίων της 23ης Μαρτίου.

Το αποτέλεσμα δείχνει ότι διπλωματικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είχαν αναληφθεί στις 23 Μαρτίου, αποτρέποντας μια τρομερή ανθρώπινη τραγωδία με επιπτώσεις που θα γίνουν αντιληπτές στη Γιουγκοσλαβία και αλλού και υπόσχονται πολλά κακά, από πολλές απόψεις.

Βεβαίως, η σημερινή κατάσταση δεν είναι αυτή της 23ης Μαρτίου. Ενας τίτλος των «Τάιμς» την ημέρα της Συμφωνίας του Κοσσυφοπεδίου περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση: «Τα προβλήματα του Κοσσυφοπεδίου μόλις αρχίζουν». Ανάμεσα στα «τρομακτικά προβλήματα»θα προκύψουν στο μέλλον, παρατηρεί ο Σερζ Σμέμαν, είναι ο επαναπατρισμός των προσφύγων «στη γη της στάχτης και των τάφων που ήταν το σπίτι τους» και «η τρομακτικά δαπανηρή πρόκληση ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων οικονομιών του Κοσσυφοπεδίου, της υπόλοιπης Σερβίας και των γειτόνων τους». Επικαλείται την ιστορικό των Βαλκανίων, Σούζαν Γούντγουορντ, του Iδρύματος Μπρούκινγκς, η οποία προσθέτει πως «όλοι οι άνθρωποι που χρειαζόμαστε για να μας βοηθήσουν να κάνουμε ένα σταθερό Κοσσυφοπέδιο είχαν καταστραφεί από τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών», αφήνοντας τον έλεγχο στα χέρια του ΑΣΚ. Οι ΗΠΑ έχουν καταδικάσει έντονα τον ΑΣΚ ως «αναμφίβολα τρομοκρατική ομάδα», όταν είχε αρχίσει τις οργανωμένες επιθέσεις του το Φεβρουάριο του 1998, τις οποίες η Ουάσιγκτον καταδίκασε «πολύ έντονα» ως «τρομοκρατικές ενέργειες», κατά πάσα πιθανότητα δίνοντας «πράσινο φως» στον Μιλόσεβιτς για τη σοβαρή καταπίεση που οδήγησε σε κολομβιανού τύπου βία, πριν οι βομβαρδισμοί οδηγήσουν σε απότομη κλιμάκωση.

Αυτά τα «τρομακτικά προβλήματα» είναι νέα. Αποτελούν «τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών» και της μανιασμένης αντίδρασης των Σέρβων σ αυτούς, αν και τα προβλήματα που προηγήθηκαν της καταφυγής στη βία από τα πεφωτισμένα κράτη ήταν ήδη αρκετά μεγάλα.

Αφήνοντας τα γεγονότα και πιάνοντας την προπαγάνδα, οι τίτλοι χαιρέτισαν τη μεγάλη νίκη των πεφωτισμένων κρατών και των ηγετών τους, που ανάγκασαν τον Μιλόσεβιτς «να συνθηκολογήσει», να πει «ήμαρτον», να αποδεχτεί «μια δύναμη υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ» και να παραδοθεί «όσο πλησιέστερα στο άνευ όρων θα μπορούσε κανείς ποτέ να φανταστεί», υποτασσόμενος «σε μια χειρότερη συμφωνία από το σχέδιο του Ραμπουγέ που είχε απορρίψει». Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά αυτό είναι πιο χρήσιμο από τα γεγονότα. Τα μόνα σοβαρά θέματα που συζητήθηκαν είναι αν αυτό δείχνει πως η αεροπορία μόνη της μπορεί να πετύχει ηψηλούς ηθικούς στόχους ή άν, όπως ισχυρίζονται οι επικριτές στους οποίους επιτρέπεται να συμμετάσχουν στη συζήτηση, αυτό μένει να αποδειχτεί. Στρεφόμενος προς την ευρύτερη σημασία, ο «εξέχων στρατιωτικός ιστορικός» της Βρετανίας Τζον Κίγκαν «βλέπει τον πόλεμο ως νίκη όχι μόνο για την αεροπορική ισχύ, αλλά και για τη "Νέα Παγκόσμια Τάξη" που διακήρυξε ο πρόεδρος Μπους μετά τον Πόλεμο του Κόλπου». Ο Κίγκαν έγραψε ότι «αν ο Μιλόσεβιτς είναι πράγματι ένας ηττημένος άνθρωπος, όλοι οι επίδοξοι Μιλόσεβιτς στον κόσμο θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους».

Η εκτίμηση είναι ρεαλιστική, αν και όχι με τους όρους που είχε ο Κίγκαν στο μυαλό του: μάλλον, υπό το φως των τωρινών στόχων και της σημασίας της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, όπως αποκαλύφθηκε από ένα σημαντικό ντοκουμέντο της δεκαετίας του '90, στο οποίο δεν γίνεται αναφορά, και από μια πληθώρα τεκμηριωμένων στοιχείων, που μας βοηθούν να καταλάβουμε το πραγματικό νόημα της φράσης «ο Μιλόσεβιτς είναι ανά τον κόσμο». Μόνο για να μείνουμε στην περιοχή των Βαλκανίων, οι δομές δεν συγκρατούν τεράστιες επιχειρήσεις εθνικών εκκαθαρίσεων και τρομερές ωμότητες, μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ, στη νοτιοανατολική του γωνία, υπό ευρωπαϊκή δικαιοδοσία, και με την αποφασιστική και αυξανόμενη αμερικανική υποστήριξη, που δεν έγινε σε απάντηση επίθεσης από την πιο ψώνιο στρατιωτική δύναμη και την επικείμενη απειλή εισβολής. Αυτά τα εγκλήματα είναι νόμιμα υπό τους κανόνες της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, ίσως ακόμα και αξιέπαινα, όπως είναι οι ωμότητες αλλού, όπου βολεύουν τα συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται οι ηγέτες των πεφωτισμένων κρατών και σε τακτά χρονικά διαστήματα τα εφαρμόζουν, όποτε χρειάζεται. Αυτά τα γεγονότα, όχι ιδιαίτερα σκοτεινά, αποκαλύπτουν ότι στο «νέο εθνικισμό... η ωμή καταπίεση ολόκληρων εθνικών ομάδων» απλώς δεν θα γίνει «ανεκτή», αλλά θα επισπευστεί με ενεργό τρόπο, ακριβώς όπως στον «παλιό διεθνισμό» του Concert of Europe, των ίδιων των ΗΠΑ και πολλών άλλων προκατόχων.

Αν και τα γεγονότα διαφέρουν πολύ, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα μέσα και οι σχολιαστές είναι ρεαλιστές, όταν παρουσιάζουν την εκδοχή των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ σαν να είναι τα γεγονότα. Θα γίνουν τα γεγονότα ως απλή συνέπεια της κατανομής εξουσίας και της βούλησης η σαφής γνώμη να υπηρετεί τις ανάγκες της. Αυτό είναι τακτικό φαινόμενο. Πρόσφατα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού, το 1973, και τις συμφωνίες Εσκίπουλας, τον Αύγουστο του 1987.

Στην πρώτη περίπτωση οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να υπογράψουν μετά την αποτυχία των χριστουγεννιάτικων βομβαρδισμών να υποχρεώσουν το Ανόι να εγκαταλείψει τη συμφωνία ΗΠΑ-Βιετνάμ του προηγούμενου Οκτωβρίου. Ο Κίσιγκερ και ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσαν αμέσως και ξεκάθαρα ότι θα παραβίαζαν κάθε σημαντικό στοιχείο της συνθήκης που υπέγραφαν, παρουσιάζοντας μια διαφορετική έκδοση που υιοθετήθηκε στη μετάδοση και το σχολιασμό, έτσι ώστε, όταν ο Βιετναμέζος εχθρός τελικώς ανταποκρίθηκε στις σοβαρές αμερικανικές παραβιάσεις των συμφωνιών, έγινε ο αδιόρθωτος επιτιθέμενος που έπρεπε να τιμωρηθεί ακόμα μία φορά. Η ίδια φαρσοτραγωδία συνέβη όταν οι πρόεδροι της Κεντρικής Αμερικής κατέληξαν στη Συμφωνία Εσκίπουλας, που είναι γνωστή και ως «σχέδιο Αρίας», παρά την αντίθεση των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον αμέσως κλιμάκωσε τον πόλεμο παραβιάζοντας ένα σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας και μετά προχώρησε στη διάλυση των άλλων προβλέψεων με τη βία, πετυχαίνοντάς την σε μερικούς μήνες, και συνεχίζοντας να υπονομεύουν κάθε διπλωματική προσπάθεια, μέχρι της τελικής τους νίκης.

Η εκδοχή της Ουάσιγκτον για τη συμφωνία, που απέκλινε πολύ από τη συμφωνία σε ζωτικά σημεία, έγινε η αποδεκτή έκδοση. Το αποτέλεσμα μπορούσε κατά συνέπεια να καταγραφεί ως «Νίκη για το αμερικανικό παιχνίδι», με τους Αμερικανούς «ενωμένους στη χαρά» για την καταστροφή και την αιματοχυσία, επελθούσα με έκσταση σε «μια ρομαντική εποχή» (Αντονι Λιούις, Τίτλοι στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», που αντικατοπτρίζουν τη γενική ευφορία για μια ολοκληρωθείσα αποστολή».

Είναι περιττό να κάνουμε απολογισμό της επομένης, σ' αυτές τις πολλές παρόμοιες υποθέσεις. Δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι να περιμένει κανείς να εξελιχθεί διαφορετικά η υπόθεση στην παρούσα κατάσταση, με τον συνήθη και ζωτικό όρο: Αν το αφήσουμε.

Υστερόγραφο: Είναι εξοργιστικό να έχει επαληθεύσει τις πιο κυνικές προσδοκίες κάποιου, αλλά μερικές ώρες μετά την αποστολή του παρόντος στο Δίκτυο να εξελίσσεται η συνήθης ιστορία. Η Ουάσιγκτον έδωσε τη δική της ερμηνεία στη Συμφωνία ειρήνευσης του Κοσσυφοπεδίου (και τη μετέπειτα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας) ριζικά διαφορετική από το κείμενο και πολύ όμοια με τους όρους του Ραμπουγέ, που η Ουάσιγκτον είχε επισήμως αρνηθεί. Τα μέσα θεώρησαν την εκδοχή της Ουάσιγκτον ως τα γεγονότα. Κατά τα άλλα, οι εξελίξεις προχώρησαν κανονικά και θα προχωρήσουν με τον ίδιο όρο.

 


Επικοινωνήστε με την "E on-line"

Copyright © 1999 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή κατά παράφραση, ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της ηλεκτρονικής εφημερίδας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή αλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου πού ισχύουν στην Ελλάδα.