Tης NATAΛI XATZHANTΩNIΟY
«Με το κεφάλι σκυμμένο, το ένα χέρι διπλωμένο πίσω στη μέση και το άλλο να κρατάει κομπολόι, ο πατέρας κινιόταν αργά, με βαριά, μελετημένα βήματα. (...) Λικνιζόταν δίνοντας την εντύπωση του μεθυσμένου. Εγερνε από τη μια πλευρά στην άλλη, σαν να επρόκειτο να πέσει. Εκανε μια στροφή κι ύστερα έσκυψε και χτύπησε την παλάμη του κάτω, σαν να άλειφε το πάτωμα με βούτυρο, μπρος πίσω (...) Οι κινήσεις του βάρυναν, σήκωσε το δεξί του πόδι και χαστούκισε με δύναμη και αυστηρότητα το τακούνι του παπουτσιού του».
Στα μάτια του μικρού Νίκου Παπανδρέου η χορευτική τελετουργία που πραγματοποιούσε ο πατέρας του εκείνο το βράδυ στον Καναδά ήταν ακατανόητη. Χρόνια αργότερα, όταν πια είχε καταλάβει αποτύπωσε στο βιβλίο του «Δέκα Μύθοι και μια Ιστορία» και αυτό το στιγμιότυπο, περιγράφοντας ταυτόχρονα ένα από τα διασημότερα ζεϊμπέκικα που γνώρισε η Ελλάδα: το ζεϊμπέκικο του Ανδρέα. Πόσα άλλαξαν από τότε...
«Μάγκες στην άκρη, χορεύει η μικρή/στο ζεϊμπεκάκι την άκρη της θα βρει». Η κατάληξη «-άκι» που χρησιμοποιεί η Χαρούλα Αλεξίου στο τραγούδι από το δίσκο της «Το παιχνίδι της αγάπης», δεν αμβλύνει το αποτέλεσμα. Οι μάγκες στην άκρη; Και μάλιστα για να χορέψει η μικρή;
Μερικά χρόνια πριν κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Τώρα δεν χρειάζεται να το φανταστεί κανείς. Το βλέπει κάθε βράδυ στις αθηναϊκές πίστες και στα πάλκα όπου γυναίκες ρίχνουν τις βόλτες τους και άνδρες δεν διστάζουν καθόλου να λυγίσουν τη μέση τους. Χάλασε ο κόσμος; Απελευθερώθηκε; Εκτροχιάστηκε; Εκδημοκρατίστηκε;
Σκάνδαλο!
Ο κόσμος άλλαξε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Κι αρκεί η αναφορά του Ηλία Πετρόπουλου από «Τα Μικρά Ρεμπέτικα» για να το επιβεβαιώσει: «ο ζεϊμπέκικος χορεύεται από ένα άτομο. Ο κάθε μάγκας χορεύει με δικό του τρόπο, εντελώς προσωπικό. Ο χορευτής του ζεϊμπέκικου χορεύει κοιτάζοντας τη γη. Το πρόσωπό του είναι αγέλαστο, σχεδόν απειλητικό. Οταν η ορχήστρα παίζει ζεϊμπέκικο στην πίστα χορεύει μόνο ένας μάγκας... Γυναίκα να χορεύει ζεϊμπέκικο ήταν πρωτοφανές σκάνδαλο. Και το θέαμα αυτό γινόταν αιτία φονικών καβγάδων. Μόνο οι πόρνες χορεύανε ζεϊμπέκικο...»
Το μπουλούκι στην πίστα είναι, λοιπόν, μια νεοελληνική εφεύρεση. Οι γυναίκες στα ζεϊμπέκικα μία ακόμα.
Και οι άνδρες στα τσιφτετέλια ένας λόγος για να λέει η Αννα Χρυσάφη πως «χάλασε ο κόσμος. Παλαιότερα, για να σηκωθεί άνδρας να χορέψει τσιφτετέλι, θα τον κοροϊδεύαμε πρώτα-πρώτα από το πάλκο. Χάλασε η κοινωνία. Χορεύουν τσιφτετέλι και ψάχνεις να βρεις άνδρα».
Η εικόνα ενός άνδρα που κάνει τσακίσματα και κουνήματα καταλύοντας την αρχέτυπη εικόνα, κάνει ακόμα και τους πιο ανοιχτόμυαλους να αντιδρούν επιφυλακτικά.
Αν ωστόσο απαλλαγεί κανείς από το φάντασμα του πατροπαράδοτου αρσενικού μπορεί ίσως να διακρίνει και μάλιστα συχνά στο σύγχρονο τσιφτετέλι το ερωτικό σήμα πιο ακομπλεξάριστο και απροκάλυπτο από ποτέ. Τόσο απροκάλυπτο που κάποτε να καταντά χυδαίο, αν δεχτεί τουλάχιστον κανείς αυτό που έχει πει ο Γ. Νταλάρας: «όλα τα τραγούδια αντιμετωπίζονται σαν τσιφτετέλια, με μία σεξουαλική κίνηση που δεν ξεχωρίζει τόπους και στιγμές...Εγώ, εδώ βλέπω αγοράκια να χορεύουν σαν Βραζιλιάνες».
Ο Νίκος Παπάζογλου τοποθετεί πάντως το θέμα πιο λυρικά. «Οι χορευτές στο τσιφτετέλι κινούνται», λέει, «σαν πλανήτες, σε μια συνεχή έλξη και άπωση». Ενας ξέφρενος χορός ζευγαρώματος, με τις γραβάτες να λύνονται, τις φούστες να ανεβαίνουν και τις υποσχέσεις να φουντώνουν, καθώς τα μαλλιά αγγίζουν το πρόσωπο, το στήθος το στέρνο, τα οπίσθια τη βουβωνική χώρα. Αλλωστε τέτοιο τσιφτετέλι- πρόκληση χορεύουν οι πάντες, ακόμα και ο Θ. Τσουκάτος (στη γιορτή της Β. Παπανδρέου).
Το σόλο ανδρικό τσιφτετέλι είναι βέβαια μία άλλη υπόθεση. Ναι, δεν μας σοκάρει τόσο ο γυμνασμένος κούκλος που πετάει το Τι-σερτ του υπό τη βραχνή φωνή του Κόκερ που κάνει μόνο μία υποχώρηση («you can leave your hat on»). Aλλά ο ίδιος σόλο στο «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ»; «Eμένα τουλάχιστον θα με απωθούσε. Είναι κάτι πολύ θηλυπρεπές», απαντά η χορεύτρια-καθηγήτρια στη σχολή χορού «Τζιν Κέλι»-θέλοντας να κρατήσει την ανωνυμία της.
Η ίδια πάντως δεν βρίσκει καθόλου απωθητική την εικόνα μιας γυναίκας που χορεύει ζεϊμπέκικο. Κι όμως αν σκεφτεί κανείς πώς ξεκίνησε ο χορός αυτός, το θέαμα θα έπρεπε να είναι εξίσου ακραίο: «ο χορευτής του ζεϊμπέκικου πιάνει τα γεννητικά του όργανα και τα πετά ψηλά-κόβοντάς τα συμβολικά...γιατί ο ζεϊμπέκικος είναι ο χορός του Διός. Και βέβαια ο χορευτής θέλει τη γη, τον έλκει...», είχε περιγράψει κάποτε ο γλύπτης Τάκης. Σαν κι αυτόν είναι κι άλλοι που συνδέθηκαν με την εικόνα αυτού του εσωστρεφούς αντρίκιου χορού-όταν ήταν ακόμα έτσι. Δεν ήταν ονομαστό το ζεϊμπέκικο του Τσαρούχη; Kαι, για άλλους λόγους, το ζεϊμπέκικο του Κοεμτζή;
Η ιστορία αυτού του τελευταίου αποτέλεσε ίσως το κύκνειο άσμα ενός χορού εσωτερικού, που δεν επιτρέπει στη ματιά να σηκωθεί από το χώμα, ούτε και στον απρόσκλητο να θίξει την παραγγελιά. Ενός χορού αναμέτρησης με τον εαυτό και τους άλλους. Ναι, ακόμα κάποιοι, ελάχιστοι τσακώνονται πάνω στις παραγγελιές. Αλλοι πάλι όπως οι δύο (πραγματικοί, παλιοί) Πειραιώτες μάγκες «έπαψαν να πηγαίνουν στα ρεμπετάδικα από τότε που άρχισαν οι γυναίκες να χορεύουν ζεϊμπέκικα».
Γυναίκα και ζεϊμπέκικο ήταν ένα ταμπού. Κάποιες τόλμησαν να το ξεπεράσουν. Δεν ήταν, όμως, όλες σαν τη Λιλή Ζωγράφου που χόρευε ζεϊμπέκικο στη Μπέλλου.
Αλλες, το 'καναν για τις ανάγκες μίας ταινίας. Η Μαίρη Χρονοπούλου ταυτίστηκε στον ελληνικό κινηματογράφο με το γυναικείο (;) ζεϊμπέκικο. Κι όμως η ίδια ξεκαθάρισε κάποτε μιλώντας στην τηλεόραση: «υπάρχουν δυο πράγματα που δεν μου αρέσει να βλέπω να τα κάνει γυναίκα. Το ένα είναι να χορεύει ζεϊμπέκικο και το άλλο να απαγγέλει Καβάφη».
Να μια γυναικεία φωνή που σμίγει με άλλες ανδρικές που διεκδικούν τέλος πάντων αυτό που τους ανήκε («μας τα 'χουν πάρει όλα», διαπιστώνει ο χαριτωμένος άνδρας της διαφήμισης, διασώζοντας τουλάχιστον το... άφτερ-σέιβ του). «Πήραν θάρρος εκείνες ή μαλακώσαμε εμείς; », αναρωτιέται σε μία συνέντευξή του ο Δημήτρης Μητροπάνος, τονίζοντας πώς «ναι, είναι πιο ανδρικό είδος το ζεϊμπέκικο». Ισως γι' αυτό κι ο Μανώλης Μητσιάς μιλώντας στην «Κ.Ε.» είχε πει πώς «το ζεϊμπέκικο θέλει μαγκιά που λείπει σήμερα. Το τσιφτετέλι ίσως να'ναι πιο πολύ ο εκφραστής της σημερινής κοινωνίας».
Λείπουν οι άνδρες ή οι ρόλοι;
Εκλείπουν οι άνδρες ή εκλείπουν οι (περιχαρακωμένοι) ρόλοι; Μάλλον το δεύτερο. Η αντιστροφή των χορευτικών στερεοτύπων είναι ασφαλώς μία ακόμα απόδειξη της διάχυσης των ρόλων στη σύγχρονη κοινωνία. Eίναι και δείγμα μιάς αμβλυμένης αντίληψης περί αξιοπρέπειας; Δεν είναι κακό να διασκεδάζουμε με τον εαυτό μας, ξεπερνώντας την αυστηρότητα άλλων εποχών.
Που σημαίνει ότι υπάρχουν άνδρες που χορεύουν χωρίς ρυθμό και ψυχή ζεϊμπέκικο, όπως υπάρχουν και γυναίκες. Οι τελευταίες πάντως, δεινές ή λιγότερο καλές στις ζεϊμπεκιές, αυξάνονται και πληθύνονται. Απόδειξη η αθρόα προσέλευσή τους στα μαθήματα ζεϊμπέκικου (ναι, άλλαξε και ο αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας του χορού) των σχολών χορού.
«Σαφώς και είναι περισσότερες οι γυναίκες που μαθαίνουν ζεϊμπέκικο απ' ό,τι οι άνδρες που μαθαίνουν χορό της κοιλιάς», παραδέχεται η Δήμητρα Τριανταφύλλου από το «Τζίντζερ και Φρεντ», ομολογώντας ωστόσο πώς για την ίδια τουλάχιστον «το ζεϊμπέκικο είναι ένας χορός που ταιριάζει περισσότερο σε άνδρες».
Και ο χορός της κοιλιάς στις γυναίκες; Οχι απαραίτητα. «Yπάρχουν άνδρες στο Λίβανο για παράδειγμα», υπενθυμίζει ο Στέφανος Χατζηγεωργίου, ιδιοκτήτης της σχολής «Κουίκ Στεπ» που «χορεύουν χορό της κοιλιάς. Εχουν όμως δικά τους βήματα, εντελώς ανδροπρεπή».
Δικά τους βήματα. Να μια φράση-κλειδί για όσους διστάζουν. Το βλέπουν κι αυτό οι πίστες. Ανδρες στα τσιφτετέλια που κουνιούνται διακριτικά. Λίγο το χέρι, λίγο το πόδι. Οι γυναίκες πάλι στο τσακίρ κέφι είναι πιο τολμηρές, όταν ρίχνουν τις βόλτες τους. Το χέρι χτυπά στο έδαφος, ο χώρος στροβιλίζεται με το τσιγάρο στο στόμα. Για άλλους είναι ερωτική αυτή η απευθείας αναμέτρηση με το ανδρικό πρότυπο. Mια πρόκληση, ένα επιθετικό κάλεσμα, μία επιθετικότερη επιβεβαίωση. Για άλλους είναι απλώς μία μίμηση. «Οταν μία γυναίκα χορεύει καλό ζεϊμπέκικο μιμείται τις κινήσεις ενός άνδρα. Το ίδιο κι ένας άνδρας που χορεύει τσιφτετέλι», λέει ο Νίκος Παπάζογλου. Δεν βρίσκει απαραιτήτως κακό όμως το ότι «θόλωσαν τα σύνορα ανάμεσα στα φύλα. Γκρεμίστηκαν άχρηστα χωρίσματα...».
Εστω κι αν γι' αυτά τα χωρίσματα άστραφταν κάποτε οι κάμες...
|