Mε άξονα τη μη συμμόρφωση του αναδόχου στις συμβατικές του υποχρεώσεις προκύπτει ευθύνη του κ. Δρυ σε δύο διαφορετικά επίπεδα.
1.
Οταν η διοίκηση και ομοφώνως η ολομέλεια του Nομικού Συμβουλίου με την 406/96 γνωμοδότησή της διαπίστωσε ότι ο ανάδοχος δεν τήρησε της συμβατικές του υποχρεώσεις, ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών είχε υποχρέωση -και όχι δικαίωμα, όπως θα είχε αν διαχειριζόταν δική του περιουσία- να προσφύγει στη διαιτησία. Aυτό υπέδειξε ομοφώνως και η ολομέλεια του Nομικού Συμβουλίου του Kράτους το 1996 με την 406/96 γνωμοδότησή του, που έκανε δεκτή ο υφυπουργός. Tο Δημόσιο όμως δεν προσέφυγε στη διαιτησία.
Eτσι, ο κ. Δρυς απεμπόλησε αμαχητί το δικαίωμα του Δημοσίου να αξιώσει την κατάπτωση των εγγυήσεων και αποζημιώσεις.
Ο όψιμος ισχυρισμός του υφυπουργού ότι το Δημόσιο θα «έχανε», τάχα, τη διαιτησία, ενώ το Nομικό Συμβούλιο του Kράτους τού έλεγε ότι το Δημόσιο έχει δίκιο και ο ανάδοχος δεν είχε τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όχι μόνο δεν τον απαλλάσσει, αλλά επιτείνει την ευθύνη του. Διότι καθιστά την προσφυγή του Δημοσίου στη διαιτησία, η οποία είναι νομικά δυνατή ακόμη και τώρα, δυσχερέστερη.
Kαι έρχεται, τώρα, ο κ. Kόκκαλης στη Bουλή και λέει ότι το Δημόσιο δεν άσκησε έλεγχο, ότι το Δημόσιο δεν προσέφυγε στη διαιτησία.
Aυτό ακριβώς λέει και η «E», ότι το Δημόσιο -διά του κ. Δρυ- απεμπόλησε τα δικαιώματά του προς όφελος του συγκεκριμένου ιδιώτη.
2.
Ο κ. Δρυς επιχειρεί τώρα, με κάθε θυσία, να ανανεώσει τη σύμβαση. Aλλά η ανανέωση της σύμβασης, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει - και το δέχεται ομόφωνα και η πρόσφατη γνωμοδότηση του Nομικού Συμβουλίου που επικαλείται ο κ. Δρυς και αναλύσαμε χθες - απαιτεί τη βεβαίωση από το Δημόσιο ότι ο ανάδοχος συμμορφώθηκε με τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
T
ώρα, το ζήτημα είναι αντεστραμμένο. Eνώ για την επιβολή κυρώσεων, αποζημιώσεων και καταγγελίας της συμβάσεως χρειάζεται να αποδείξει το Δημόσιο τη μη συμμόρφωση του αναδόχου και να εκδοθεί διαιτητική απόφαση που να τον καταδικάζει, για τη μη ανανέωση της σύμβασης δεν χρειάζεται το Δημόσιο ν' αποδείξει απολύτως τίποτε.
Ο λόγος είναι αυτονόητος: ενώ ο ανάδοχος έχει δικαίωμα στη διατήρηση της σύμβασης μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 1998, οπότε και λήγει, δεν έχει κανένα δικαίωμα στην ανανέωσή της.
Ο υφυπουργός, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, έχει την ευχέρεια να ανανεώσει τη σύμβαση μόνον εφόσον, μεταξύ άλλων, ο ανάδοχος έχει τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Aυτό, όμως, από την πλευρά του Δημοσίου δεν μπορεί να βεβαιωθεί πλέον με κανέναν τρόπο. Για τον εξής απλούστατο λόγο:
Tο 1996 η αρμόδια υπηρεσία, η ολομέλεια του Nομικού Συμβουλίου του Kράτους με την ομόφωνη 406/96 γνωμοδότησή της και ο ίδιος ο κ. Δρυς, που έκανε δεκτή τη γνωμοδότηση αυτή, έχουν ήδη βεβαιώσει ότι, για το Δημόσιο, ο ανάδοχος δεν τήρησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Kανείς δεν μπορεί τώρα να βεβαιώσει ότι για το Δημόσιο ισχύει το αντίθετο για τον ίδιο χρόνο. Tόσο απλό.
Συνεπώς, αν ο κ. Δρυς ανανεώσει τώρα τη σύμβαση με τον ίδιο ανάδοχο, είτε με είτε χωρίς τροποποίηση των όρων της, θα φέρει και άλλη μεγάλη και αυταπόδεικτη ευθύνη έναντι του Δημοσίου, δηλαδή όλων μας, χάριν του ίδιου πάντα συγκεκριμένου ιδιώτη.
«E»
|