Kάθε χρόνο, λίγο πριν και αμέσως μετά τις φοιτητικές εκλογές, μαζί με τις προβλέψεις και τα κομματικά επινίκια, επαναλαμβάνονται σχεδόν στερεοτυπικά τα πένθιμα σχόλια για τη «χαμένη γενιά της Mεταπολίτευσης». Η διαρκής πτώση της συμμετοχής, που σύμφωνα με ορισμένα πρωτοσέλιδα ανακηρύσσουν νικητή την αποχή, η συρρικνούμενη στελέχωση των παρατάξεων και η μειωμένη ορατότητά τους πιστοποιούν για πολλούς την οριστική παρακμή του πάλαι ποτέ κραταιού φοιτητικού κινήματος.
Από διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας γνωρίζουμε ότι η παρακμή αυτή εντάσσεται στον πολιτικό αρνητισμό και τη δυσαρέσκεια που χαρακτηρίζουν το γενικό πληθυσμό και τη νεολαία ειδικότερα. Το «διαζύγιο», ωστόσο, των φοιτητών/τριών από την πολιτική δεν είναι οριστικό. Αν και αγχωμένη, ανασφαλής και δύσπιστη, όπως όλοι οι νέοι σήμερα, η φοιτητική νεολαία εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Απορρίπτει μεν το μεταπολιτευτικό στιλ διακυβέρνησης και τις επιδόσεις των πολιτικών, αλλά δεν αποστασιοποιείται από τη διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς. Ενοχλείται από την αναποτελεσματικότητα του συστήματος, πλην όμως δεν τελεί σε σύγχυση ως προς τα «πολιτικά», όπως συμβαίνει με τους υπόλοιπους νέους και γενικότερα με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η εικόνα αυτή, μαζί με άλλα στοιχεία, αναδεικνύεται από δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα τη στάση των φοιτητών απέναντι στην πολιτική και τα μέσα επικοινωνίας.
Σε αρκετές χώρες, χρόνια τώρα, και κυρίως μετά το 1989, για πολύ κόσμο η διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς έχει χάσει μέρος της σημασίας της. Εδώ και μία πενταετία στην Ελλάδα γύρω στο 7-10% του πληθυσμού είτε δεν απαντά λόγω άγνοιας είτε αρνείται συνειδητά να αυτοτοποθετηθεί στη δεκαβάθμια κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς (όπου 1=άκρα Αριστερά και 10=άκρα Δεξιά), ενώ για αρκετούς από τους υπόλοιπους το ακριβές νόημα της εν λόγω διαίρεσης παραμένει αμφίσημο, παρ' όλη την ή ίσως εξαιτίας της σχεδόν παγιωμένης σύγκλισης στο Kέντρο. Στην έρευνά μας το 16,3% των φοιτητών/τριών απορρίπτει την κλίμακα αυτή1, 2,7% αποφεύγει να αυτοτοποθετηθεί, ενώ οι υπόλοιποι τοποθετούν τον εαυτό τους κυρίως στo Kέντρο με περίπου ισόρροπη κατανομή ένθεν και ένθεν, και με το μέσο όρο να κυμαίνεται στο 5,2%.
Συγκρίνοντας τα ευρήματα αυτά με τα αποτελέσματα πρόσφατων πανελλαδικών ερευνών πολιτικής κουλτούρας, διαπιστώνει κανείς ότι το φοιτητικό πρότυπο αυτοτοποθέτησης στην κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς είναι σχεδόν παρόμοιο με εκείνο του γενικού πληθυσμού. Σε έρευνα του ΕΚΚΕ2, ο αντίστοιχος μέσος όρος προσδιορίζεται στο 5,42%, ενώ το 11,3% δεν τοποθετείται στην κλίμακα. Δύο διαφορές που παρατηρούνται αφορούν στην αύξηση της τιμής «5-Kέντρο» κατά 8 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, και μια υπεροχή του γενικού πληθυσμού στην τιμή «10-άκρα Δεξιά» κατά 5%. Από την άποψη αυτή, οι φοιτητές/τριες είναι λιγότερο κεντρώοι/ες και λιγότερο οπαδοί ακραίων δεξιών τοποθετήσεων.
Σαφώς αυξημένο είναι το ενδιαφέρον των φοιτητών/τριών για την πολιτική τόσο σε σύγκριση με την υπόλοιπη νεολαία όσο και με το γενικό πληθυσμό. Συγκρίνοντας τα στοιχεία της έρευνάς μας με τα αποτελέσματα παλαιότερων ερευνών της V.PRC και του ΕΚΚΕ, προκύπτουν τα εξής: το ποσοστό των φοιτητών/τριών που ενδιαφέρεται «πολύ» ή «αρκετά» για την πολιτική κυμαίνεται δέκα ποσοστιαίες μονάδες πάνω από εκείνο του γενικού πληθυσμού και τριάντα (!) μονάδες πάνω από το αντίστοιχο της νεολαίας3. Παράλληλα, το ποσοστό των φοιτητών/τριών που αδιαφορούν για την πολιτική (απάντησαν δηλαδή «καθόλου») είναι πολύ χαμηλό (9,1%) σε σύγκριση με τους υπόλοιπους νέους και νέες, που στην έρευνα της V.PRC εκτινάσσεται στο 46,6%.
Από την ποιοτική επεξεργασία των απαντήσεών τους διαπιστώσαμε ότι οι λόγοι για τους οποίους ενδιαφέρονται για την πολιτική είναι πρωτίστως ηθικοί και κοινωνιοκεντρικοί (κοινό καλό, καθήκον κ.λπ.) και πολύ λιγότερο καθαρά ατομοκεντρικοί και εγωιστικοί (25% έναντι 10,9%). Να σημειωθεί δε ότι το 22,4% των ερωτηθέντων βασίζει το ενδιαφέρον του στην αναξιοπιστία των πολιτικών, απάντηση διφορούμενη αφού μπορεί να παραπέμπει τόσο στο αίτημα της ηθικής αποκατάστασης της πολιτικής όσο και στην ατομική εγρήγορση για την κατοχύρωση ατομικών ωφελημάτων, λόγω ακριβώς της αθέτησης των υπεσχημένων σε μια περίοδο κρίσης και αβέβαιων προοπτικών επαγγελματικής αποκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση όμως αναδεικνύεται εμμέσως το αίτημα μιας πιο υπεύθυνης άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Τέλος, για το 21,1% το πολιτικό ενδιαφέρον εδράζεται σε ανάγκες ενημέρωσης και προσανατολισμού.
Το υψηλό πολιτικό ενδιαφέρον των φοιτητών/τριών συνδυάζεται με τις διαθέσεις τους προς την πολιτική ως αξία και δραστηριότητα: εξετάζοντας τις απαντήσεις προκύπτει ότι τα θετικά συναισθήματα (ενδιαφέρον, διάθεση συμμετοχής, ενθουσιασμός, πάθος) υπολείπονται κατά πολύ των αρνητικών (δυσπιστία, αηδία, οργή, ανία).
Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι το 35,6% δηλώνει ικανοποίηση από τη λειτουργία της δημοκρατίας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στον εθνικό πληθυσμό, βάσει της έρευνας του ΕΚΚΕ, κυμαίνεται γύρω στο 29%.
Tα παραπάνω υποδηλώνουν ότι εντός του ρευστού περιβάλλοντος του τέλους(;) της μεταπολίτευσης, ο ρυθμός απαξίωσης της πολιτικής στη συνείδηση των φοιτητών/τριών είναι βραδύτερος από ό,τι στην υπόλοιπη νεολαία και το γενικό πληθυσμό. Eτσι, προσδίδουν αξία στην πολιτική αλλά δεν γοητεύονται ιδιαίτερα από τη θεσμική έκφραση της παραδοσιακής πολιτικής αντιπαράθεσης στο χώρο τους: τις φοιτητικές παρατάξεις. Σε ερώτηση πόση συμπάθεια αισθάνονται για ορισμένους θεσμούς, απαντώντας βάσει μιας δεκαβάθμιας κλίμακας συμπάθειας, όπου «1=καθόλου» και «10=μεγάλη συμπάθεια», η μέση τιμή για τις φοιτητικές παρατάξεις έφθασε το 4,1%. Τελευταίο στην κλίμακα συμπάθειας είναι το Eλληνικό Δημόσιο με 3%. Στις περσινές φοιτητικές εκλογές (9/4/97) το 50,8% δήλωσε ότι ψήφισε τελικά κάποια παράταξη, ενώ το 45,4% απείχε. Επίσης, το 3,8% δήλωσε ότι ψήφισε άκυρο ή λευκό. Eνας στους/τις δύο δηλαδή δήλωσε ότι δεν συμμετείχε στη διαδικασία ανάδειξης εκπροσώπων στα διάφορα πανεπιστημιακά όργανα.
Εκτός από την αντιπάθεια προς τις φοιτητικές παρατάξεις, η συντριπτική πλειονότητα (88,5%) των φοιτητών δηλώνει ότι δεν είναι μέλος κάποιου κόμματος ή κομματικής νεολαίας. Παρ' όλο που στην προηγούμενη κλίμακα συμπάθειας τα πολιτικά κόμματα βαθμολογήθηκαν με σχετικά χαμηλή μέση τιμή (3,7%), στις εκλογές του 1996 το 70% δήλωσε ότι ψήφισε κάποιο κόμμα (ίσως λόγω και της υποχρεωτικότητας της ψήφου). Οπως και να έχει πάντως, για τα κόμματα που υποστήριξαν, νιώθουν μάλλον αδιάφορα. Στην ερώτηση «πώς αισθάνεσαι όταν κατηγορούν το κόμμα που υποστηρίζεις;» πήραμε τις εξής απαντήσεις: σαν να κατηγορούν εμένα (2,5%), συνήθως δεν αντιδρώ αλλά στεναχωριέμαι (2,3%), είναι δικαίωμα των άλλων να εκφράζουν την άποψή τους (59,8%), μένω εντελώς αδιάφορος (16,7%), δεν υποστηρίζω κάποιο κόμμα (18,8%).
Η στάση αυτή της επιφυλακτικής αδιαφορίας φαίνεται και από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε ερώτηση για το πώς αισθάνονται για τα πιο γνωστά ελληνικά πολιτικά κόμματα: κατ' αρχήν, 4% δεν απάντησε καν στην ερώτηση. Η μεγάλη πλειονότητα δήλωσε ότι νιώθει «ούτε κοντά ούτε μακριά», «μακριά» ή και «πολύ μακριά» από τα κόμματα. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η εκ μέρους των φοιτητών/τριών κατηγοριακή πρόσληψη και, κατ' επέκταση, η τοποθέτηση των πολιτικών κομμάτων στην κλίμακα «Αριστερά-Δεξιά» σε σύγκριση με τις επιλογές του γενικού πληθυσμού. Από τον Πίνακα 2 καταγράφεται μια ορισμένη απόσταση ανάμεσα στις δύο κατηγορίες υπό την έννοια ότι οι φοιτητές/τριες αντιλαμβάνονται:
–το ΠΑΣΟΚ ως πρωτίστως κεντροδεξιό κόμμα ενώ ο γενικός πληθυσμός το τοποθετεί στην Kεντροαριστερά,
–τη Ν.Δ. ως ελαφρώς λιγότερο δεξιό κόμμα, και το ΚΚΕ ως λιγότερο αριστερό από όσο τα θεωρεί ο γενικός πληθυσμός,
–τον ΣΥΝ ως κόμμα στα αριστερά του Kέντρου παρά ως κόμμα του αριστερού άκρου της κλίμακας, όπως συμβαίνει με το γενικό πληθυσμό,
–το ΔΗΚΚΙ ως κόμμα που εκτείνεται στις παρυφές τόσο της Kεντροαριστεράς όσο και της Kεντροδεξιάς, και
–την ΠΟΛ.ΑΝ. ως κόμμα δεξιό που όμως έχει πιο ισχυρές κεντρομόλες τάσεις σε σύγκριση με τη Ν.Δ.
Πάντως, υπό τις συνθήκες αυτές, για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ οι φοιτητές/τριες θα πρέπει να θεωρούνται δυνητικοί ψηφοφόροι, αφού εκεί συγκεντρώνονται τα υψηλότερα ποσοστά στη δήλωση «θα μπορούσα να ψηφίσω το κόμμα αυτό».
Συνεκτιμώντας τα παραπάνω δεδομένα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συναισθηματική απόσταση των φοιτητών/τριών από τα κόμματα δεν κορυφώνεται σε έντονο αντικομματικό σύνδρομο, αλλά για την ώρα παραπέμπει σ' ένα είδος επιφυλακτικού ή και αδιάφορου πραγματισμού. Ως ειδική κοινωνική κατηγορία εν αναμονή, οι φοιτητές/τριες ενδιαφέρονται για τα κοινά και επιδεικνύουν μια προδιάθεση ανάμιξης στην πολιτική, ακολουθούν συγκρατημένα το πρότυπο της συμβατικής πολιτικής συμμετοχής και είναι σχετικά ικανοποιημένοι από τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι σε αντίθεση προς την υπόλοιπη νεολαία και μάλιστα προς τις νεότερες ηλικιακές ομάδες των 14-18 ετών (οι οποίες διάκεινται πολύ πιο αρνητικά απέναντι στα κόμματα) παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά διότι προσδοκούν την οσονούπω ένταξή τους στο σύστημα με όχημα το πτυχίο. Η προσδοκία αυτή ωστόσο έχει τα όριά της.
1 Σε πρόσφατη έρευνα της V.PRC (1997) το αντίστοιχο ποσοστό στη νεολαία ηλικίας 15-29 ετών είναι 15%.
2 Δ. Δώδος,, Π. Kαφετζής, H. Nικολακόπουλος, «Eκλογές 1996: Διαστάσεις πολιτικής συμπεριφοράς και πολιτικής κουλτούρας», Eπιθεώρηση Kοινωνικών Eρευνών, τχ. 92-93, 1997, σελ. 241-266. Οι παραλληλισμοί είναι αρκούντως ενδεικτικοί αλλά όχι ευθέως συγκρίσιμοι, μια και αφορούν διαφορετικές έρευνες με άλλα δείγματα και υποθέσεις εργασίας.
3 Aυτό διασταυρώνεται και από παλαιότερη έρευνα της MRB στην οποία το ποσοστό ενδιαφέροντος για την πολιτική ανερχόταν σε 52% (Bλ. Eλευθεροτυπία, 26/3/96).
Oπως βλέπουμε παρ' όλο που οι φοιτητές/τριες ενδιαφέρονται για την πολιτική και είναι σχετικά ικανοποιημένοι/ες από τη λειτουργία της δημοκρατίας, επιδεικνύουν μια επιφυλακτική έως και αδιάφορη στάση απέναντι στα κόμματα και έναν έντονο αρνητισμό για τις φοιτητικές παρατάξεις.
Η στάση αυτή συναρτάται με το ότι στη συνείδησή τους το πολιτικό σύστημα (όχι απλώς η κυβέρνηση) και οι λειτουργοί του δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 79% θεωρεί τα κόμματα ψηφοσυλλεκτικούς μηχανισμούς που δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη των πολιτών. Οπως και στον υπόλοιπο πληθυσμό και τη νεολαία, στους φοιτητές/τριες καταγράφεται μια αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος που συνοδεύεται από συναισθήματα αποξένωσης.
Οπως στο γενικό πληθυσμό, έτσι και στη φοιτητική νεολαία καταγράφεται μια πολύ έντονη αίσθηση πολιτικού κυνισμού ή δυσπιστίας σχετικά με το «σε ποιο βαθμό η χώρα κυβερνάται για το γενικό καλό» με το «πόση διαφθορά υπάρχει στη δημόσια ζωή» και με το «πόσο συχνά η κυβέρνηση κάνει σωστές ενέργειες σε διάφορα θέματα».
Θα έλεγε κανείς ότι τα ευρήματα αυτά παραπέμπουν σε μια υποκειμενική αντίληψη περί ηθικής απαξίωσης της δημόσιας σφαίρας στην Ελλάδα και σε ένα έλλειμμα κανονιστικότητας στο συλλογικό μας βίο. Πρόκειται βεβαίως για μια προσλαμβανόμενη έλλειψη κανόνων στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων, η οποία λίγο ώς πολύ συνεπάγεται τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη απο-νομιμοποίηση του συστήματος. Αυτή ωστόσο δεν οδηγεί (ακόμη;) σε δυναμικές συμπεριφορές μαζικής κλίμακας. Είναι μια βουβή αμφισβήτηση και απογοήτευση, που συνοδεύεται από εξίσου έντονη αίσθηση πολιτικής αποξένωσης.
Στις έρευνες πολιτικής κουλτούρας και κοινής γνώμης, η «πολιτική αποξένωση» ή «αλλοτρίωση» προσδιορίζεται με διάφορες μεταβλητές. Ξεχωρίζουμε εδώ τρεις ερωτήσεις που στοχεύουν στην καταγραφή της απόστασης/ αποταύτισης των πολιτών από τους θεσμούς και τους φορείς τους: α) «νομίζεις ότι οι πολιτικοί στη χώρα μας υπερασπίζονται τις θεμελιώδεις αξίες που και εσύ πιστεύεις;», β) «όποιος αποκτήσει την εξουσία κοιτάζει πάντα τα δικά του συμφέροντα;», και γ) «δεν βρίσκω πολλά στο σύστημα διακυβέρνησης που να με κάνουν υπερήφανο;»
Οι απαντήσεις αυτές φανερώνουν μια κανονιστική και αξιολογική απόσταση ανάμεσα στους ερωτώμενους, τους πολιτικούς και το σύστημα. Θα έλεγε κάποιος ότι οι φοιτητές αμφισβητούν όχι μόνο την ικανότητα του πολιτικού προσωπικού να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον αλλά και την ίδια την πρόθεσή του για κάτι τέτοιο. Κατ' επέκταση, βιώνεται ένα έλλειμμα ανταπόκρισης του συστήματος και των λειτουργών του στις ανάγκες του εκλογικού σώματος, με απώτερη ίσως συνέπεια την άμβλυνση της αξίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Στον Πίνακα 3 καταγράφεται μια σαφής ασυνάφεια ανάμεσα στους θεσμούς και τους φορείς του αντιπροσωπευτικού συστήματος, από τη μια μεριά, και τις υποκειμενικές όσο και συλλογικές ανάγκες, από την άλλη. Συχνά στην Πολιτική Iστορία η πρόσληψη αυτή της μη ανταπόκρισης του συστήματος και η δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι σ' αυτό συνοδεύεται από το αίσθημα της αδικίας και έχει οδηγήσει σε μαζική αντίδραση επαναστατικού ή και στασιαστικού τύπου. Αυτό βέβαια δεν γίνεται αυτομάτως, και σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει την εκ μέρους των ατόμων πεποίθηση ότι διαθέτουν την ικανότητα να αλλάξουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Τις περισσότερες φορές, αυτό δεν συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες. Ενώ δηλαδή η δυσπιστία, η αποξένωση και η επίγνωση της μη ανταπόκρισης του συστήματος και των λειτουργών του καταγράφονται σε μόνιμη βάση, λείπει ο καταλύτης που θα μετέτρεπε τις διαθέσεις αυτές σε δράση: η υποκειμενική αίσθηση πολιτικής ικανότητας. Οταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι πολιτικά αδύναμοι και ότι τους αγνοούν, ακριβώς και λόγω της αδιαφορίας του συστήματος, τείνουν να επιλέγουν την οδό της απάθειας και της ιδιώτευσης (ενίοτε δε και της διακωμώδησης της εξουσίας).
Δεδομένου του κλίματος πολιτικής δυσανεξίας, στην ελληνική φοιτητιώσα νεολαία παρατηρείται ένα διφορούμενο φαινόμενο. Από τις απαντήσεις των ερωτωμένων που λάβαμε, προκειμένου να μετρηθεί η υποκειμενική αίσθηση «πολιτικής ικανότητας», διαπιστώθηκε ότι οι μισοί από τους ερωτηθέντες περιορίζουν την πολιτική τους παρέμβαση, προκειμένου να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στην άσκηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων και μόνο. Σε ερώτηση κατά πόσο συμφωνούν ότι «η ψήφος είναι το μόνο μέσο που έχουν οι πολίτες για να επηρεάσουν τον τρόπο που η κυβέρνηση χειρίζεται τα πράγματα», το 43,3% δήλωσαν ότι «συμφωνούν απολύτως» ή «μάλλον συμφωνούν». Ποσοστό 14,6% απάντησαν ότι «ούτε συμφωνούν ούτε διαφωνούν». Το υπόλοιπο 42,1% «διαφωνούν απολύτως» ή «μάλλον διαφωνούν» με την άποψη αυτή. Η διχοτόμηση αυτή δείχνει ότι οι μισοί σχεδόν φοιτητές/τριες εννοούν την επιτέλεση του πολιτικού τους ρόλου με όρους πέραν της ανά τετραετία άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος. Αυτό ωστόσο δεν μετατοπίζει την εν λόγω κατηγορία πολύ εκτός των ορίων της συμβατικής πολιτικής. Εγκρίνουν τη διαδήλωση και την απεργία ως μέσο κινητοποίησης κατά 74% και 70% αντιστοίχως, δηλώνουν κατά 93% ότι «ποτέ» ή «σπάνια» παρευρίσκονται σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, ενώ παράλληλα απορρίπτουν τις καταλήψεις, την αναγραφή συνθημάτων, τις βίαιες συγκρούσεις και τις δολιοφθορές. Από τις απαντήσεις σε ερώτηση εάν έχουν συμμετάσχει ποτέ ή εάν θα συμμετείχαν σε τέτοιες δραστηριότητες προέκυψε η εικόνα μιας μάλλον «ορθόδοξης» πολιτικής συμπεριφοράς και προδιάθεσης για τα δεδομένα της ελληνικής πολιτικής ζωής μετά το 1974.
Oι εφημερίδες και η τηλεόραση είναι οι αποκλειστικές σχεδόν πηγές πληροφόρησης για τους φοιτητές/τριες σε μια σειρά θεμάτων της δημόσιας ζωής. Πολύ πάνω από το 80% δηλώνουν ότι πληροφορούνται από τις εφημερίδες και την τηλεόραση για θέματα σχετικά με την τεχνολογία, την πολιτική, τον αθλητισμό, το περιβάλλον, τα διεθνή και την εξωτερική πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό. Αντίθετα, για προσωπικά θέματα χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί δίαυλοι. Eτσι, για θέματα υγείας, βασική πηγή πληροφόρησης είναι κατ' αρχάς η τηλεόραση, έπονται οι εφημερίδες και ακολουθούν οι συγγενείς. Για τα εργασιακά θέματα, υπερτερούν οι διαπροσωπικές πηγές: συμφοιτητές, φίλοι, συγγενείς και έπονται οι εφημερίδες. Για τη διασκέδασή τους ενημερώνονται κυρίως από τους φίλους, ενώ για τα θρησκευτικά ζητήματα ενημερώνονται πρωτίστως από τους συγγενείς (δύο περιοχές που αφορούν δύο βασικούς φορείς κοινωνικοποίησης, την οικογένεια και την ομάδα).
Ο μέσος χρόνος ημερήσιας τηλεθέασης είναι 2 ώρες και 30'1. Μέχρι τρεις ώρες παρακολουθεί το 58,5% των φοιτητών/τριών (κατηγορία «χαμηλής τηλεθέασης»), ενώ το 41,5% παρακολουθεί από τρεις έως και πάνω από πέντε ώρες ημερησίως (κατηγορία «υψηλής τηλεθέασης»). Να σημειωθεί ότι ενώ η υψηλή τηλεθέαση δεν αλλάζει από άνδρες σε γυναίκες, κατανέμεται ανισομερώς στους φοιτητές/τριες των τμημάτων των θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών: οι πρώτοι εκτίθενται λιγότερη ώρα στα τηλεοπτικά προγράμματα απ' όσο οι δεύτεροι.
Οσον αφορά την πολιτική χρήση των ΜΜΕ, η έρευνα έδειξε ότι οι φοιτητές/τριες έχουν ορισμένες ειδικές συνήθειες σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό: εξαρτώνται λιγότερο από την τηλεόραση προκειμένου να ενημερωθούν καθημερινά για τις πολιτικές εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα είναι πιο τακτικοί αναγνώστες εφημερίδων. Ως προς την πολιτική χρήση του ραδιοφώνου, η οποία διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, δεν παρουσιάζεται κάποια ιδιαίτερη διαφορά.
Στην έρευνα επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί το κίνητρο της πολιτικής χρήσης των μέσων. Από την επεξεργασία των στοιχείων προέκυψε ότι ως επί το πλείστον οι φοιτητές/τριες ωθούνται στην παρακολούθηση των πολιτικών πραγμάτων από τα ΜΜΕ από το κίνητρο της ενημέρωσης [«Για να διαπιστώσω πώς τοποθετούνται οι πολιτικοί στα διάφορα θέματα» (71%), «για να μάθω τι πρόκειται να κάνουν οι πολιτικοί» (67,9%), «για να διασταυρώσω πολιτικές πληροφορίες» (71,4%)] παρά από το σύνδρομο της ενημέρωσης-διασκέδασης [«Για να χαρώ από τις συγκινήσεις της πολιτικής» (3,8%), «για να κρίνω τα προσωπικά χαρίσματα των πολιτικών» (33,4%)].
Συνδυάζοντας τις απαντήσεις του Πίνακα 1 που αφορούν τη συχνότητα παρακολούθησης των ειδήσεων σε εφημερίδα, ραδιόφωνο και τηλεόραση, βάσει της διεθνώς αποδεκτής μεθοδολογίας που ακολουθείται στο Ευρωβαρόμετρο, σχηματίζονται τέσσερις κατηγορίες: οι «υπερπληροφορημένοι», οι «πληροφορημένοι», οι «υποπληροφορημένοι» και οι «απληροφόρητοι». Η ανά φύλο και επιστήμες κατανομή των κατηγοριών αυτών αποτυπώνεται στον Πίνακα 2. Ενώ επί του συνόλου ο βαθμός πληροφόρησης είναι ισομερής, στην ανά φύλο κατανομή υπεραντιπροσωπεύονται οι άνδρες, οι οποίοι δηλώνουν καθημερινοί ή τακτικοί αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές των ειδήσεων σε ποσοστό υπερδιπλάσιο των γυναικών. Πέραν αυτού, προέκυψε επίσης ότι φοιτητές/τριες των ανθρωπιστικών επιστημών είναι σχετικά πιο «πληροφορημένοι» από εκείνους των θετικών.
Η πλειοψηφία των φοιτητών/τριών φαίνεται να επαφίεται και να εμπιστεύεται πολύ περισσότερο τις εφημερίδες2. Σε ερώτηση πόσο σημαντικό είναι το καθένα από τα τρία ΜΜΕ για τη δική τους πολιτική ενημέρωση, οι απαντήσεις των φοιτητών/τριών ήταν αποκαλυπτικές: το 74,8% υπέδειξε τις εφημερίδες, το 55% την τηλεόραση και το 34,6% το ραδιόφωνο. Το 17% όμως δεν υπέδειξε κάποιο από τα εν λόγω μέσα ως κατάλληλο για την πολιτική ενημέρωση ενός εκάστου. Η εναπόθεση στις εφημερίδες ως μέσο πολιτικής πληροφόρησης αναδεικνύεται εμμέσως και από τις δηλώσεις προσοχής: σε σχετική ερώτηση, 73,7% απάντησαν ότι δίνουν μεγάλη προσοχή στην εφημερίδα, όταν πρόκειται για ειδήσεις και πολιτικά δημοσιεύματα. Απεναντίας, μεγάλη προσοχή στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές πολιτικού περιεχομένου δίνουν το 51,9% και το 60,7% αντιστοίχως.
H γενική άποψή τους για τα τρία μέσα καταγράφεται στον Πίνακα 3 απ' όπου φαίνεται βασικά ότι: α) Ενώ συμφωνούν σχεδόν πλήρως ότι η τηλεόραση ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στο κοινό και ότι είναι το πιο κατανοητό μέσο, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν ότι παρέχει και την πληρέστερη ενημέρωση. β) Η εφημερίδα θεωρείται το μέσο που παρέχει την πληρέστερη ενημέρωση και διαθέτει τη σχετικά μεγαλύτερη αξιοπιστία εν αντιθέσει προς τη τηλεόραση που θεωρείται ως το λιγότερο αξιόπιστο. γ) Eνας στους τρεις έχει αρνητική άποψη ως προς την αξιοπιστία και των τριών μέσων.
Η αναμφισβήτητα θετική τοποθέτηση των φοιτητών/τριών απέναντι στις εφημερίδες επιβεβαιώνεται και από την καταγεγραμμένη στάση τους σε ερώτηση δεκαβάθμιας κλίμακας συμπάθειας σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς: από 16 διαφορετικούς θεσμούς, οι εφημερίδες έρχονται δεύτερες με μέση βαθμολογία «6», με πρώτο το ραδιόφωνο που βαθμολογείται με «7». Aρα, ενώ η εφημερίδα εκτιμάται για την ενημερωτική της λειτουργία, το ραδιόφωνο αξιολογείται θετικά για τον ψυχαγωγικό του ρόλο.
Στην έρευνα προσδιορίστηκαν όμως και ορισμένα πρότυπα πολιτικής επικοινωνίας σε διαπροσωπικό επίπεδο. Χρησιμοποιήθηκαν δύο κλασικές ερωτήσεις: «Οταν είσαι με φίλους/ παρέα συζητάτε για πολιτικά θέματα;» και «όταν υποστηρίζεις έντονα μια γνώμη, προσπαθείς να επηρεάσεις προς την κατεύθυνσή σου άλλους, όπως π.χ. συγγενείς, φίλους, συναδέλφους;».
Στον Πίνακα 4 φαίνεται ότι παρ' όλο που η πολιτική δεν αποτελεί το πλέον προσφιλές θέμα συζήτησης, οι φοιτητές/τριες δεν παραιτούνται εντελώς από την προσπάθεια να πείσουν τους συνομιλητές τους για το δίκαιο των απόψεών τους. Από το συνδυασμό των απαντήσεων στις εν λόγω ερωτήσεις, διαμορφώθηκαν τέσσερις βαθμίδες «ηγεσίας γνώμης», σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται στις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου: «υψηλή», «μέτρια», «χαμηλή» και «μηδενική».
Η κατανομή των βαθμίδων ανά φύλο και επιστήμες έχει ως εξής: Η μόνη διαφορά εντοπίζεται στους άνδρες, οι οποίοι φαίνεται ότι και συζητούν συχνά γύρω από πολιτικά θέματα αλλά και προσπαθούν επίσης συχνά να πείσουν τους άλλους.
Συμπερασματικά, θα έλεγε κανείς ότι οι φοιτητές/τριες δεν αφιερώνουν πολύ χρόνο για να δουν τηλεόραση, είναι τακτικοί αναγνώστες εφημερίδων και χρησιμοποιούν το ραδιόφωνο κυρίως για ψυχαγωγικούς λόγους.
Εμπιστεύονται την εφημερίδα αλλά ταυτόχρονα αρκετοί από αυτούς θεωρούν αναξιόπιστα και τα τρία μέσα, ενώ παράλληλα δεν έχουν εγκαταλείψει την πολιτική ως θέμα συζήτησης.
Aυτό βεβαίως συνάπτεται με το σχετικά υψηλό πολιτικό ενδιαφέρον των φοιτητών, το οποίο κατεγράφη στην έρευνά μας. Εκείνο που ωστόσο πρέπει να δούμε είναι εάν η χρήση και οι απόψεις τους για τα μέσα επικοινωνίας συνδέονται με την καταγεγραμμένη πολιτική δυσαρέσκειά τους. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί στο τέταρτο μέρος της παρουσίασης των αποτελεσμάτων.
1 Διάρκεια κατά μία περίπου ώρα μικρότερη σε σύγκριση προς το γενικό πληθυσμό, ο οποίος το 1996, σύμφωνα με το γαλλικό ινστιτούτο Mediametrie, παρακολουθούσε ημερησίως τηλεόραση για 3 ώρες και 22'.
2 Eν αντιθέσει προς τους φοιτητές/τριες, σύμφωνα με έρευνα της V.PRC, η υπόλοιπη νεολαία εμπιστεύεται τις εφημερίδες μόνο κατά 34%.
Εκεί όμως που παρατηρείται μια έντονη ιδιαιτερότητα είναι η διαφοροποιημένη στάση των φοιτητών/τριών σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, όσον αφορά την απάντησή τους σε μία από δύο βασικές ερωτήσεις, που χρησιμοποιούνται στην έρευνα, για να προσδιορισθεί ο βαθμός πολιτικής ικανότητας. Οπως φαίνεται στον Πίνακα 5, λόγω ίσως της μεταβατικής και εκτός αγοράς εργασίας κοινωνικής τους θέσης, οι περισσότεροι φοιτητές/τριες νιώθουν αδύναμοι/ες να επηρεάσουν τις επιλογές της κυβέρνησης, κάτι που πάντως ισχύει και για τον υπόλοιπο πληθυσμό σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό. Εντυπωσιακή, όμως, διαφορά 17 ποσοστιαίων μονάδων παρατηρείται στις απαντήσεις που έδωσαν με το εάν και κατά πόσο κατανοούν την πολιτική. Το γεγονός ότι φοιτούν και μετέχουν της πανεπιστημιακής ζωής, η κατοχή δηλαδή του πολιτιστικού κεφαλαίου «γνώση», επιτρέπει στους φοιτητές/τριες να καταλαβαίνουν τον πολιτικό περίγυρο και να έχουν επίγνωση των τεκταινομένων παρά τη δυσφορία που νιώθουν. Είναι απογοητευμένοι/ες και αποξενωμένοι/ες αλλά όχι μπερδεμένοι/ες με την πολιτική και τους πολιτικούς.
Αυτό, συνδυαζόμενο με το σχετικά υψηλό ενδιαφέρον που δείχνουν για την πολιτική εν γένει, καθιστά ενδεχομένως τους φοιτητές/τριες μια κριτικά σκεπτόμενη περί την πολιτική ομάδα, η οποία, ως τμήμα της νέας γενιάς, μπορεί στο μέλλον να προβαίνει σε ορθολογικότερες επιλογές στην ηγεσία της χώρας και του «πολιτικού προσωπικού».
Στις μέρες μας, πολλά λέγονται για τη συμβολή των ΜΜΕ, και ειδικά της τηλεόρασης, στην κρίση της πολιτικής. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι τόσο η ίδια η «γραμματική» του μέσου όσο και ο δραματοποιημένος τρόπος παρουσίασης των ειδήσεων γεννούν μια ιδιαίτερη «τηλεπολιτική κουλτούρα» ενημέρωσης-διασκέδασης που υποσκάπτει τελικά το συμμετοχικό χαρακτήρα της δημοκρατικής πολιτείας. Υποστηρίζεται ότι η πολιτική διαδικασία είτε μετατρέπεται σε ψυχαγωγικό θέαμα είτε καθίσταται μια απόμακρη και ακατανόητη υπόθεση. Βεβαίως, το όλο ζήτημα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της σχέσης των ΜΜΕ με το πολιτικό σύστημα.
Αν και οι απόψεις αυτές είναι αρκετά δημοφιλείς, δύσκολα επιβεβαιώνονται από την εμπειρική έρευνα, η οποία γύρω από το ζήτημα αυτό ξεκίνησε στο εξωτερικό εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Στην Ελλάδα, η έρευνα βρίσκεται ακόμη στο εμβρυακό της στάδιο. Γενική απόδειξη μιας αιτιώδους σχέσης ανάμεσα σε φαινόμενα πολιτικής δυσαρέσκειας (αποξένωση, κυνισμός κ.λπ.) και τη λειτουργία των μέσων δεν υπάρχει. Ενδείξεις μόνον έχουμε, και αυτό όχι για όλα τα μέσα ανεξαιρέτως, ούτε για όλες τις χώρες και τις ομάδες του πληθυσμού.
H συμβολή των μέσων ενημέρωσης στην αύξηση του πολιτικού κυνισμού, της πολιτικής αποξένωσης και της δυσπιστίας εντοπίζεται συνήθως: α) στο βαθμό αξιοπιστίας τους, β) στην έμφαση της δημοσιογραφίας σε αρνητικά συμβάντα της πολιτικής σκηνής, και γ) στην ιδιομορφία του εκάστοτε κοινού. Και πάλι όμως θα πρέπει κάποιος να είναι επιφυλακτικός, καθόσον στις σύγχρονες περίπλοκες κοινωνίες ενδέχεται να είναι η γενικότερη δυσφορία που επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας και χρήσης των μέσων και όχι το αντίστροφο. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι τα μέσα δεν γεννούν αιτιωδώς την πολιτική δυσαρέσκεια αλλά συμβάλλουν δευτερογενώς στην υποδαύλισή της. Αλλά κι αυτό χρήζει απόδειξης. Ασφαλώς, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είναι δύσκολο να αποδειχθεί η επίδραση των μέσων, και κυρίως της τηλεόρασης, στη δημιουργία αντικομματικών και αντιπολιτικών ατομικών στάσεων. Ωστόσο, μακροσκοπικά και σε σωρευτικό επίπεδο, η «μεσοποίηση» (mediatization) της πολιτικής επιφέρει αργές αλλά καίριες αλλαγές στον πολιτικό τρόπο σκέψης και δράσης.
Γνωρίζουμε ήδη ότι ο ελληνικός φοιτητικός πληθυσμός έχει σχετικά υψηλό ενδιαφέρον για την πολιτική. Το ερώτημα είναι αν αυτό επηρεάζεται από την έκθεση στα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα στην τηλεόραση. Από την επεξεργασία των στοιχείων προέκυψε ότι οι φοιτητές/τριες που εμπίπτουν στην κατηγορία «υψηλή τηλεθέαση» (πάνω από 3 ώρες ημερησίως) δεν παρουσιάζουν κάποια διαφορά στο βαθμό του πολιτικού τους ενδιαφέροντος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Εκεί όμως που παρουσιάζεται διαφορά είναι σε όσους/ες θεωρούν τα ΜΜΕ αναξιόπιστα. Η υποκειμενική αναξιοπιστία των μέσων συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα ενδιαφέροντος για την πολιτική. Δεν μπορούμε να πούμε όμως πιο από τα δύο λειτουργεί ως ανεξάρτητη μεταβλητή.
Εκεί ωστόσο που εμφανίζεται ένα «παράδοξο», σε σχέση τουλάχιστον με την τρέχουσα άποψη περί των βλαβερών συνεπειών της τηλεόρασης στη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, είναι η συσχέτιση της «ικανοποίησης από τη λειτουργία της δημοκρατίας» με την «υψηλή τηλεθέαση». Από τον Πίνακα 2 φαίνεται ότι οι «πιστοί τηλεθεατές» τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι από τη λειτουργία της δημοκρατίας μας απ' όσο εκείνοι/ες που εκτίθενται λιγότερο στα τηλεοπτικά προγράμματα. Θα έλεγε κανείς ότι η συνολική έκθεση στο μέσο δεν προξενεί στους φοιτητές/τριες δυσφορία αλλά, τουναντίον, μια ευφορική σύμπλευση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα.
Για τον προσδιορισμό της πολιτικής δυσαρέσκειας, χρησιμοποιήσαμε τους δείκτες της «πολιτικής αποξένωσης», της «πολιτικής δυσπιστίας/κυνισμού», της αίσθησης της «ανταπόκρισης του συστήματος» και της «πολιτικής ικανότητας». Σε κάθε έναν από αυτούς τους δείκτες αντιστοιχούν τρεις διαφορετικές ερωτήσεις (σύνολο ερωτήσεων 12). Για τους τρεις πρώτους δείκτες δεν παρατηρείται κάποια διαφορά όταν αυτοί συσχετίζονται με την «υψηλή τηλεθέαση».
Εκεί που υπάρχει θετική εξάρτηση είναι στο συνδυασμό «υψηλής τηλεθέασης» και «πολιτικής ικανότητας», στην αίσθηση δηλαδή των πολιτών ότι είναι (ή δεν είναι) σε θέση να επηρεάσουν τα πολιτικά δρώμενα. Προέκυψε λοιπόν ότι η μεγαλύτερη έκθεση στην τηλεόραση (οι «πιστοί» της τηλεόρασης) συνδέεται με χαμηλά επίπεδα «πολιτικής ικανότητας», και μάλιστα χαμηλότερα από το μέσο ποσοστό.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στατιστική διαφοροποίηση υπήρξε στις δύο από τις τρεις ερωτήσεις που αντιστοιχεί στο δείκτη της «πολιτικής ικανότητας».
Στην τρίτη ερώτηση συμφωνίας στο ότι «ορισμένες φορές η πολιτική φαίνεται τόσο μπερδεμένη που ένα άτομο σαν κι εμένα δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει πραγματικά» δεν υπήρξε διαφορά.
Αυτό είναι αναμενόμενο μια και, όπως έχουμε δει, οι φοιτητές/τριες λόγω της συμμετοχής τους στην πανεπιστημιακή ζωή δεν υποπίπτουν στο σύνδρομο του «ακατανόητου της πολιτικής».
Το γεγονός πάντως ότι υπάρχει διαφοροποίηση στις απαντήσεις των δύο πρώτων ερωτήσεων πολιτικής ικανότητας θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιους στο συμπέρασμα ότι ο παθητικός χαρακτήρας της πρόσληψης των τηλεοπτικών προγραμμάτων περιστέλλει την υποκειμενική αίσθηση της ικανότητας του πολίτη. Αυτό ωστόσο απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Διασταυρώνοντας και τις 12 ερωτήσεις που αντιστοιχούν στους τέσσερις δείκτες της πολιτικής δυσαρέσκειας με τη συχνότητα παρακολούθησης των ειδήσεων και στα τρία μέσα, προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις για έξι από τις ερωτήσεις που απευθύναμε. Ως προς το ραδιόφωνο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως ψυχαγωγικό μέσο, δεν υπήρξε κάποια αξιόλογη συσχέτιση σε καμία από τις ερωτήσεις.
Για την παρακολούθηση των τηλεοπτικών ειδήσεων -οι οποίες θεωρούνται συνήθως ότι ευνοούν, αν δεν γεννούν, τον πολιτικό αρνητισμό- αξιόλογη διαφορά παρατηρήθηκε μόνο σε μια ερώτηση δυσπιστίας προς το σύστημα: οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν εάν συμφωνούν, διαφωνούν ή παραμένουν ουδέτεροι στην άποψη ότι «η χώρα κυβερνάται για το γενικό καλό».
Το 53,3% διαφώνησε. Θα αναμενόταν ίσως ότι εκείνοι/ες που παρακολουθούν καθημερινά ή συχνά τις ειδήσεις από την τηλεόραση θα διαφωνούσαν σωρηδόν με την παραπάνω άποψη λόγω της σκανδαλολαγνείας του μέσου. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν παρατηρήθηκε.
Συνέβη ακριβώς το αντίθετο: όσοι παρακολουθούν τις τηλεοπτικές ειδήσεις λιγότερο συχνά από 1-2 φορές την εβδομάδα, και εκείνοι μάλιστα που ουδέποτε τις παρακολουθούν, δηλώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό ότι η χώρα δεν κυβερνάται για το γενικό καλό (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 73% και 71%).
Οι απαντήσεις στις υπόλοιπες πέντε ερωτήσεις στις οποίες παρουσιάζεται σημαντική απόκλιση από το γενικό ποσοστό αφορούν τους αναγνώστες των ειδήσεων στις εφημερίδες. Οι ερωτήσεις αυτές αφορούν τη δυσπιστία, την αίσθηση της μη ανταπόκρισης του συστήματος και την πολιτική ικανότητα. Από τα ευρήματα του Πίνακα 4 φαίνεται ότι η διαφορά εντοπίζεται στην επιλογή «ποτέ». Από τη σύγκριση των ποσοστών αυτών, αλλά και από τα ευρήματα σχετικά με την παρακολούθηση των ειδήσεων από την τηλεόραση, που μόλις πριν σχολιάσαμε, προκύπτουν δύο πρώτα συμπεράσματα:
α) Η ανάγνωση των ειδήσεων στον Tύπο, και όχι η παρακολούθησή τους στην τηλεόραση, ενδέχεται να συμβάλλει στη δυσπιστία απέναντι στις ενέργειες της κυβέρνησης και στην πεποίθηση ότι υπάρχει αρκετή διαφθορά.
β) Ορισμένες στάσεις αποξένωσης και αρνητισμού προϋπάρχουν της συχνότητας παρακολούθησης των ειδήσεων στον Tύπο και την τηλεόραση. Από την άποψη αυτή, η επίδραση των μέσων στην καλλιέργεια αντιπολιτικών στάσεων μπορεί να θεωρηθεί περιορισμένη και δευτερογενής.
Διασταύρωση των δεικτών, που διαμορφώθηκαν από 12 ερωτήσεις πολιτικής δυσαρέσκειας, έγινε και με τη δηλούμενη αναξιοπιστία των ΜΜΕ. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια θετική εξάρτηση σε τρεις από τους τέσσερις δείκτες: την «πολιτική αποξένωση», την «πολιτική δυσπιστία/ κυνισμό» και την αίσθηση «ανταπόκρισης του συστήματος».
Mετά τη συγκέντρωση των απαντήσεων και στις τρεις ερωτήσεις ενός εκάστου δείκτη προέκυψε ο Πίνακας 5, στον οποίο διαπιστώνεται μια σχετική απόκλιση εκείνων που θεωρούν ότι τα ΜΜΕ δεν διαθέτουν αξιοπιστία από το γενικό ποσοστό. Φαίνεται λοιπόν ότι οι δυσαρεστημένοι από την πολιτική είναι βασικά και δυσαρεστημένοι από τα μέσα της δημόσιας επικοινωνίας. Δεν μπορούμε ωστόσο για την ώρα να εντοπίσουμε κάποια αιτιώδη σχέση ανάμεσα στις δύο μεταβλητές. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι υφίσταται μια εκλεκτική συγγένεια ανάμεσά τους, υπό την έννοια ότι η γενικευμένη δυσαρέσκεια στη συνείδηση του φοιτητικού πληθυσμού αγκαλιάζει τόσο τις πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές όσο και την εικόνα της δημόσιας επικοινωνίας.
Βάσει όσων έχουν εκτεθεί μέχρι τώρα, φαίνεται λοιπόν ότι για την εκδήλωση της πολιτικής δυσαρέσκειας η συνολική έκθεση στα μέσα και ειδικά στην τηλεόραση δεν ασκεί έντονη επίδραση. Περισσότερο συνδέεται με την παρακολούθηση των ειδήσεων στις εφημερίδες και με την προσδιδόμενη αναξιοπιστία στα μέσα ενημέρωσης.
Παρά το γεγονός ότι οι φοιτητικές εκλογές πραγματοποιούνται φέτος Πρωταπριλιά (την Tετάρτη), οι εκπρόσωποι των παρατάξεων διαβεβαιώνουν ότι το αποτέλεσμα της κάλπης δεν θα είναι «κάλπικο».
Aλλωστε και την πρώτη φορά που η ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών συνέπεσε με την παραδοσιακή ημέρα της παραποίησης της αλήθειας, το 1993 δηλαδή, η αξιοπιστία τού τότε αποτελέσματος δεν αμφισβητήθηκε. Συμπέρασμα:
Ούτε μια Πρωταπριλιά δεν μπορεί να αλλάξει την εικόνα της φοιτητικής πραγματικότητας στο επίπεδο της κορυφαίας της διαδικασίας. Οσο για τις πληροφορίες που αναφέρουν ότι η πλειονότητα των φοιτητών, εκμεταλλευόμενη την ημέρα, προτίθεται να ανατρέψει την ισορροπία της καταγραφής των παρατάξεων, αναδεικνύοντας σε πρώτη δύναμη τα «Eρωτικά Mανιτάρια» (παραδοσιακό φοιτητικό σχήμα της Iατρικής) ελέγχεται μέχρι στιγμής για την εγκυρότητά της.
Οι παρατάξεις που θα διεκδικήσουν και φέτος την ψήφο των φοιτητών και των σπουδαστών είναι η ΔAΠ (N.Δ.), η ΠAΣΠ (ΠAΣΟK), οι ΠKΣ (Πανσπουδαστικές Kινήσεις Συνεργασίας-KKE), οι EAAK (Eνιαίες Aνεξάρτητες Aριστερές Kινήσεις), οι Nέοι Ορίζοντες (ΠΟΛ.AN.) και οι «Διάφοροι», όπως τους καταγράφει στις στήλες των αποτελεσμάτων της η «E», τα σχήματα δηλαδή που κατεβαίνουν ανεξάρτητα στις σχολές των AEI και των TEI.
H φοιτητική παράταξη του Συνασπισμού (EAN), η παρουσία της οποίας μέχρι πέρυσι συμπεριλαμβανόταν στους «Διαφόρους», φέτος επιχειρεί προσπάθεια ενιαίας καθόδου στις εκλογές, με διαφορετικό ψηφοδέλτιο κυρίως στις μεγάλες σχολές. Οσο για τη νεολαία του ΔHKKI, και φέτος, τρίτη χρονιά εμφάνισής της, θα κατεβάσει ανεξάρτητα ψηφοδέλτια, επίσης στις μεγάλες σχολές (Φιλοσοφική, Nομική, Iατρική), αφού μέχρι στιμής δεν έχει συγκροτηθεί σε ενιαίο φορέα.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, το αποτέλεσμα των φετινών φοιτητικών εκλογών δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει το χάρτη που σχηματίζει η θέση των παρατάξεων στις σχολές τα τελευταία χρόνια.
Kαι πάλι φέτος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την πρώτη θέση στον πίνακα των αποτελεσμάτων αναμένεται να καταλάβει η ΔAΠ, η φοιτητική παράταξη που πρόσκειται στη Nέα Δημοκρατία.
Παρά τις εσωκομματικές εξελίξεις αλλά και το επικείμενο συνέδριο της ΟNNEΔ το Mάιο, η ΔAΠ δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει ενδεχόμενο απώλειας των δυνάμεών της (34,39% πέρυσι), ενώ στελέχη της οργάνωσης, όπως είναι φυσικό άλλωστε, ελπίζουν και σε αύξηση του ποσοστού της, τουλάχιστον κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Στελέχη άλλων παρατάξεων παρατήρησαν φέτος κάποια «χαλαρότητα» ως προς τις οργανωτικές διαδικασίες της ΔAΠ, σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, κάτι που ίσως εκπορεύεται (κατά την εκτίμησή τους) από τη βεβαιότητα της «πρωτιάς» που απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια.
H ΠAΣΠ (ΠAΣΟK), που βρίσκεται στη δεύτερη θέση (22,71% πέρυσι), αναμένεται ότι θα διατηρήσει το ποσοστό της, ίσως και να ενισχύσει κατά τι τις δυνάμεις της. Mπορεί να φαίνεται παράδοξο κάτι τέτοιο μετά το συνέδριο της Nεολαίας ΠAΣΟK που λίγο έλειψε να διασπάσει την οργάνωση, προκύπτουν ωστόσο δύο στοιχεία που μετρούν υπέρ της παράταξης από πλευράς αποτελέσματος.
Tο πρώτο είναι ότι λόγω του συνεδρίου η ΠAΣΠ είναι καλυμμένη από πλευράς οργανωτικής διαδικασίας (καταγραφή μελών κ.λπ.). Tο δεύτερο στοιχείο προκύπτει από τη «διαμάχη» μεταξύ της πλειοψηφίας των μελών και της «εκσυγχρονιστικής» πτέρυγας, διαμάχη που δεν πήρε βέβαια διαστάσεις διάσπασης (δύο ΠAΣΠ στις εκλογές, ομοίως προς το σκηνικό KNE-Γράψα), παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών σημειώθηκαν κινήσεις αποστασιοποίησης από τα μέλη της παράταξης που εκπροσωπούν την πλευρά των εκσυγχρονιστών.
Οι κινήσεις αυτές, ωστόσο, δεν απειλούν την ενότητα της οργάνωσης, αντίθετα η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί περιορίζεται στο επίπεδο του εσωτερικού «ανταγωνισμού», που στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί θετικά, αφού η παράταξη εμφανίζει ιδιαίτερη κινητικότητα. Hγετικά στελέχη της ΠAΣΠ διαβεβαιώνουν άλλωστε ότι «δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα» και εμφανίζουν ιδιαίτερη αισιοδοξία για το αποτέλεσμα.
Tρίτη δύναμη στις σχολές θα αναδειχθεί και φέτος -εκτός απροόπτου- η παράταξη των ΠKΣ (KNE), που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναμένεται όχι μόνο να διατηρήσει τις δυνάμεις της (8,30% πέρυσι) αλλά και να αυξήσει το ποσοστό της. Kαι αυτό γιατί η παράταξη εμφανίζεται αφ' ενός σταθερή στην πορεία της και συνεπής ως προς την εμφάνισή της στις σχολές, αφ'ετέρου γιατί διατηρεί τα ισχυρά ερείσματα κυρίως στα πρώτα έτη.
Για τις υπόλοιπες παρατάξεις, το αποτέλεσμα αναμένεται να κυμανθεί στα περυσινά επίπεδα με μικρές ποσοστιαίες αποκλίσεις.
Πρόβλημα ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι EAAK, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, αλλά και γιατί δεν τους «βγήκε», όπως ενδεχομένως περίμεναν, η ιστορία με τις καταλήψεις στις σχολές, κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Mε ενδιαφέρον αναμένεται το αποτέλεσμα της παράταξης του Συνασπισμού, η οποία σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες προτίθεται να «κατεβάσει» ξεχωριστό ψηφοδέλτιο περίπου σε 25 σχολές.
Οσο για την αποχή που τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ως η «σταθερά» των φοιτητικών εκλογών, εκτιμάται φέτος ότι θα κυμανθεί μεταξύ 52-55%, δηλαδή στα περυσινά επίπεδα (σημειώνεται ότι πέρσι η αποχή είχε μειωθεί σε σχέση με πρόπερσι, περίπου κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες).
EΛENA BAPINΟY
|