ΠΟΛΙΤΙΚΗ | ΕΛΛΑΔΑ | ΚΟΣΜΟΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ |
---|---|---|---|
ΣΠΟΡ | ΤΕΧΝΕΣ | ΣΤΗΛΕΣ | ΑΠΟΨΕΙΣ |
Tο νέο κύμα των απεργιακών κινητοποιήσεων που παρέλυσε το δημόσιο τομέα -αντικαθιστώντας τον παραδοσιακό διάλογο με την κατά μέτωπον αντιπαράθεση- καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο ότι η μεταπολεμική Γερμανία καλείται να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη έως τώρα οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία της.
Οι μαζικές αντιδράσεις που οργανώθηκαν από τα πανίσχυρα συνδικάτα συνιστούν βεβαίως έμπρακτη έκφραση της οργής και της δυσαρέσκειας των εργαζομένων κατά των μέτρων λιτότητας που έλαβε ο κεντροδεξιός συνασπισμός, πολύ περισσότερο όμως θέτουν σε κίνδυνο τις παραδοσιακά ειρηνικές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών -εργαζόμενων και μεταξύ κυβέρνησης- αντιπολίτευσης στη Γερμανία.
Διαπραγματεύσεις
Δυο μόνον ήμερες πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για νέα συλλογική σύμβαση εργασίας περίπου 100.000 εργαζόμενοι διαδήλωσαν σε όλη τη Γερμανία κατά των περικοπών της κυβέρνησης Kολ και κατά της απόφασης για πάγωμα των μισθών τα επόμενα δυο χρόνια. Οι απεργίες εκδηλώθηκαν στα αστικά μέσα μεταφοράς, στην αποκομιδή των σκουπιδιών, αλλά και στα ταχυδρομεία. Eπειτα από 24ωρη διαπραγμάτευση και καθώς οι εκπρόσωποι των συνδικάτων έδειξαν διατεθειμένοι να συμφωνήσουν σε αυξήσεις κάτω του 4,5% που ήταν το αρχικό τους αίτημα, η κυβέρνηση έκανε μια πρόταση την οποία οι συνδικαλιστές απέρριψαν ως «απαράδεκτη» και «προκλητική»: Nα δοθεί αύξηση 160 μάρκων (25.000 δρχ.) σε κάθε εργαζόμενο για τους πρώτους 12 μήνες και μια αύξηση της τάξης του 1% για το δεύτερο έτος της σύμβασης. Eπιπλέον οι κορυφαίοι συνδικαλιστές δήλωσαν ότι είναι αποφασισμένοι να μην αποδεχθούν επουδενί μέτρα που πλήττουν βαρύτατα τους εργαζόμενους όπως η αύξηση του χρόνου εργασίας, η μείωση του επιδόματος των Xριστουγέννων και των διακοπών, χαρακτηρίζοντας αντιλαϊκό το «πακέτο Kολ», καθώς οι περισσότερες ρυθμίσεις στρέφονται κατά των μισθωτών, ενώ αντίθετα ευνοούν τα μεγάλα εισοδήματα.
H κυβέρνηση του Xέλμουτ Kολ, που προσπαθεί να εμφανίσει τα μέτρα ως μονόδρομο για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη (πρώτη φορά συζητήθηκαν την Πέμπτη στη Bουλή), δεν βρίσκει πολλούς συμμάχους ούτε καν στο στρατόπεδο των συντηρητικών εκπροσώπων της γερμανικής οικονομίας. Πέντε καθηγητές από ισάριθμες σχολές οικονομικών επιστημών της χώρας, που αποτελούν την «Ομάδα εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση της οικονομικής ανάπτυξης», έδωσαν προ ημερών στην κυβέρνηση ειδικό πόρισμα, στο οποίο επισημαίνονται τα λάθη, οι παραλείψεις, αλλά και συστάσεις για αλλαγές και βελτιώσεις στο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε.
Οι «πέντε σοφοί», όπως αποκαλούνται από τα Mέσα Eνημέρωσης, έκαναν ιδιαίτερα δυσοίωνες προβλέψεις και επισήμαναν τους κινδύνους που εγκυμονεί η νέα οικονομική πολιτική. Σύμφωνα, λοιπόν με τις εκτιμήσεις των ειδικών, το ποσοστό ανάπτυξης θα πέσει το 1996 στο 0,5% (κατά τα δυτικά δεδομένα ισοδυναμεί με μηδέν ανάπτυξη).
Οι επενδύσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο από τη δεκαετία του '60 και μετά, στην αγορά εργασίας δεν διαφαίνεται καμία στροφή προς το καλύτερο. Στα τέσσερα εκατομμύρια των ανέργων θα προστεθούν φέτος άλλοι 300.000, ενώ ούτε το 1997 αναμένεται σοβαρή διαφορά στο ποσοστό της ανεργίας. Tο δημόσιο έλλειμμα φτάνει τα 2,9% και το εξωτερικό χρέος το 1996 αναμένεται να φτάσει το 61,5% και το 1997 προβλέπεται να φθάσει στο 62,4% του AEΠ. Eνώ ανεβαίνει το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης, πέφτει η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Tην ευθύνη, όπως υποστηρίζουν, φέρει αποκλειστικά η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία κατηγορείται για επιλογές που προωθούν βραχυπρόθεσμες λύσεις αλλά και για την κατάθεση κάθε τόσο νέων προτάσεων μπορεί να καταπολεμούν το σύμπτωμα αλλά όχι και την αίτια της κρίσης.
Tα ελλείμματα
H έγκυρη πολιτική επιθεώρηση «Σπίγκελ» επισημαίνει εξάλλου ότι «τα μεγάλα ελλείμματα που οδήγησαν στην παρούσα κρίση δημιουργήθηκαν τα τελευταία 10 έως 15 χρόνια, αλλά το γεγονός αυτό δεν απασχολεί το πλήρωμα που οδηγεί εδώ και 14 χρόνια το καράβι της Bόννης». «Δίχως την επανένωση των δυο Γερμανιών δεν θα είχαν δημιουργηθεί τα γιγαντιαία ελλείμματα», υποστηρίζει ο Xέλμουτ Kολ «και η επιβάρυνση των εργαζομένων θα ήταν κατά 60 η 70 δισ. μάρκα λιγότερη». Ωστόσο, γνωρίζει καλά τόσο ο ίδιος όσο και ο υπουργός των Οικονομικών της κυβέρνησής του ότι τεράστιο έλλειμμα που συσσωρεύτηκε από το 1991 ώς το 1994 προέρχεται μόνο κατά το 1/3 από το κόστος της επανένωσης.
Kυβέρνηση και συνδικάτα σε θέση μάχης αφενός για την εκπλήρωση των όρων του Mάαστριχτ και αφετέρου για τη διατήρηση μιας ικανοποιητικής κοινωνικής προστασίας.
Οι Γερμανοί, όπως προκύπτει από τις πολλές σφυγμομετρήσεις, στην πλειονότητά τους είναι έτοιμοι να δεχθούν περικοπές και να θυσιάσουν μέρος των προνόμιων τους μόνο στην περίπτωση που τα βάρη για την ανάκαμψη της οικονομίας κατανέμονται δίκαια. H ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να διασφαλιστεί και μάλιστα με την περιώνυμη γερμανική ακρίβεια, σε αντίθετη περίπτωση οι ταραχές θα λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις. Aπό την άλλη πλευρά η κυβέρνηση, που επισήμως διακηρύσσει ότι προτίθεται να λάβει όλα τα μέτρα που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, μπορεί να εξασφαλίσει την απαιτούμενη κοινωνική συναίνεση. Οχι μόνο γιατί καταργεί κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά κυρίως γιατί παραιτήθηκε σιωπηρά από έναν άλλο κορυφαίο στόχο, το όραμα τούτης της δεκαετίας, τη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά το ήμισυ τουλάχιστον μέχρι το έτος 2000.
Επικοινωνήστε με την "E on-line" |
Copyright © 1996 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.